United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εξηρχόμουν, ο λαός μ' επροσκύνα και μ' εθεώρει ως θεόν και έτρεχαν πατείς με πατώ σε διά να με δουν, άλλοι δε ανέβαιναν εις τις στέγες και εθεώρουν ως σπουδαίον κατόρθωμα να ίδουν από κοντά το αμάξι μου, τον μανδύαν μου τον βασιλικόν, το διάδημα και τους προπορευόμενους και ακολουθούντας δορυφόρους.

Πέφτουν καταπάνω σ' ένα σώμα Βασιλικό ιππικό, πατείς με πατώ σε. Παίρνουν κατόπι από δίπλα ταριστερά της πεζούρας, τους κουβαριάζουν, και τους σπρώχνουν κατά το κέντρο. Ζουλήγουνται όλοι τους πήττα. Του κάκου φώναζαν οι αξιωματικοί· όλος ο στρατός κατάντησε φοβερή μάζα. Βλέποντας το Βασιλικό το ιππικό πως ελπίδα σωτηρίας δεν είχε, ξεκόβουν. Κατάλαβαν τότες οι πεζοί το τι κακό τους πρόσμενε.

Κι ο κόσμος πόπαιρνε τη δροσιά του, άλλοι περπατώντας του μάκρου της ακρογιαλιάς, άλλοι καθισμένοι στα μικρά καφενεδάκια, κοσμάκης επαρχιώτικος, υπαλληλία ντόπια και Σαλωνίτικη, νοικοκυροσύνη, εμπόριο, χτηματοσύνη, άλλοι που έμειναν μήνες στην Ιτιά για τα λουτρά τους, για τα χτήματά τους, κι άλλοι που έρχουνταν κάθε βράδι με τ' αμάξια για ν' αναπνεύσουν λίγη θάλασσα, όλοι τους έτρεχαν πατείς με πατώ σε προς τα ψάρια, ενώ ανάμεσα στη βοή και στην αντάρα τους, αντηχούσε δύο βήματα παρέκει η βροντοφωνή του παιδιού του καφενείου.

Πατείς βουβά τη νύχτα Και δε σ' εγνώρισα με μιας. Με δίκηο νυχτοπούλι Σε κράζουν οι συντρόφοι μας. Τι φέρνεις παλληκάρι; — Εκίνησε ο Ομέρπασας από το Λιανοκλάδι. — Πέτα, ροβόλα, Πανουριά... Στάρματα, Δυοβουνιώτη... Χριστός ανέστη αδέρφια μου! Καλώς ν' ανταμωθούμε Απόψε πάλε νικηταί.

Προδότηςτον πατέρα σου και εις τον αδελφόν σου κ' εις τους θεούς! Και εις αυτόν τον ένδοξον τον δούκα! Από την πλέον υψηλήν της κεφαλής σου άκρην, έως την σκόνην που πατείς, αισχρός προδότης είσαι! Ειπέ μου όχι, κ' έτοιμον το χέρι μου προσμένει μ' αυτό εδώ μου το σπαθί να σ' αποδείξη ψεύτην! ΕΔΜ. Θα ήτο πλέον τακτικόν να 'ξεύρω τόνομά σου.

Η χήρα εθριάμβευσε, η Ρώσσα ενικήθη, και κατά γης εκοίτετο ως μαραμμένον κρίνον η τροπαιούχος Συριανή κι' εμέ εξεδικήθη, κι' ετίμησε εις την Αζόφ το έθνος των Ελλήνων. Όπου Ελλάς, εκεί ισχύς και πυραμίδες νίκης, Έλλην να ήσαι, και παντού θα έβγης νικητής... ω Δόξα, μόνον εις εμάς τους Έλληνας ανήκεις, και εις τα ξένα χώματα ποτέ σου δεν πατείς.

Ακόμα λίγη ώρα, και ζύγωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες. — Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα. Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα. Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές. — Μωρ' αυτή η δουλειά δε θα βγη πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής.

Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν, αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία. — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως. — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . . — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να μου κάμης όσας ημπορέσης . . . — Με τα σαράντα; αδύνατον.

Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με το χέρι τον χάιδευσε, καιτην μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290 «Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση, 'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος• σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους, ουδέτην γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης, και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295 αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο• συ πρώτος είσαι των θνητώντην σκέψι καιτους λόγους, και πάλι εγώ μες τους θεούςτον νου καιτην σοφία φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300 σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω, κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι• και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα, να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει, οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρηςτην πατρίδα, 305 και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα, να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα• μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα, ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310