United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ύστερ' από την ιστορία του γράφει από τη μια ένα εγκώμιο του Ιουστινιανού χοντρές κολακείες γεμάτο, κ' εκεί μέσα ιστορεί τα μεγάλα του χτισίματα· κι από την άλλη κρυφοπλέχτει τα περίφημα του «Ανέκδοτα», κ' εκεί όχι μονάχα ακυρώνει κάθε εγκωμιαστική λέξη του άλλου του βιβλίου, μα και λόγια δε βρίσκει να παραστήση την κακοήθεια και την κακορριζικιά και του βασιλέα και της βασίλισσας, και των άλλων της εποχής του μεγάλων· ως μήτ' ανθρώπους πια δε θέλει να τους πη στ' «Ανέκδοτα», παρά τους λέει «τέρατα» που κατεβήκανε να ξολοθρέψουν τον κόσμο.

Είκοσι κοπέλλες της φρουράς υποδεχτήκανε τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό, μόλις κατεβήκανε από την καρότσα, τους ωδηγήσανε στο λουτρό και τους ντύσανε με φορέματα κανωμένα από χνούδι κολυβριού· ύστερα οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι ανώτερες αξιωματικίνες του στέμματος τους ωδηγήσανε στο διαμέρισμα της μεγαλειότητός του, ανάμεσα σε δυο σειρές από χίλιους μουσικούς, καθεμιά σύμφωνα με το έθιμο.

Έκαμε λοιπόν ο Αναστάσιος ό,τι θάκαμνε και κάθε δυνατός του προκάτοχος. Έπιασε πρώτα το Λογγίνο, τον καλογέρεψε και τον ξόρισε στην Αλεξάντρεια . Μαζεύει έπειτα στρατό στην Πρωτεύουσα, και προστάζει τον άλλο Λογγίνο, το στρατηγό, να πάρη τους Ισαύρους που υποστήριζε και να φύγη. Τι να κάμουν αυτοί, μαζεύουνται και φεύγουν από την Πόλη. Μόλις όμως κατεβήκανε στην Ασία, και λύσσα τους έπιασε.

Ακόμα λίγη ώρα, και ζύγωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες. — Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα. Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα. Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές. — Μωρ' αυτή η δουλειά δε θα βγη πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής.

Πρώτοι οι Μεθυμνιώτες άρχισαν την κατηγορία καθαρά και σύντομα σαν είχανε γελαδάρη για κριτή: — Ήρθαμε στους κάμπους τούτους θέλοντας να κυνηγήσουμε· το καΐκι μας λοιπόν, αφού το εδέσαμε με λιγαριά χλωρή, τ' αφίσαμε στην ακρογιαλιά κ' εμείς ζητούσαμε με τα σκυλιά κυνήγι. Στο αναμεταξύ τα γίδια τουτουνού εδώ, αφού κατεβήκανε στη θάλασσα, και τη λιγαριά την τρώνε όλη και λύνουν και το καΐκι.

Κι ως τόσο το βλογημένο του το εμπόριο του ξανάφερε πάλε κάποια ζωή, και μετά δέκα περίπου χρόνια το βλέπουμε πάλι κ' υπάρχει, και πολεμάει μάλιστα τους Γότθους που κατεβήκανε στον καιρό του δεύτερου του Κλαυδίου. Αργότερα, στου Διοκλητιανού τις μέρες, το βρίσκουμε ακόμα πιο πλουσιώτερο το Βυζάντιο, αφού δα είχε τώρα και την «Αυλή» δίπλα του στη Νικομήδεια.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Κατεβήκανε στης θεια Πασκαλιάς, και τη βρήκανε και συγύριζε κούτσουρα και τσουκάλια πριχού να πλαγιάση. Ανατρόμαξε στην αρχή, θαρρέψαντας πως είτανε Τούρκοι. Κάθισαν κοντά στη φωτιάλυχνάρι δεν είχεκι άρχισε και την ψιλορωτούσε ο Επίτροπος το τι ήξερε.

Αλίμονο! είπε πολύ σιγά στο Μαρτίνο ω! τι ανώτερος άνθρωπος! μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια του. Τι μεγαλοφυία αυτός ο Ποκοκουράντης! Τίποτε δεν μπορεί να του αρέση. Αφού έτσι επιθεωρήσανε όλα τα βιβλία, κατεβήκανε στον κήπο. Ο Αγαθούλης παίνεσε όλες του τις ομορφιές.

Και φοβερή μα την αλήθεια τιμωρία τούδωσε στα 552, όταν κατατσάκισε το στρατό του σε μεγάλη μάχη που σκοτώθηκε ο Τωτίλας, κ' έστειλε τότες ο Ναρσής τα ματωμένα φορέματά του στην Πόλη τρόπαιο. Πήρε κατόπι τη Ρώμη, έδιωξε τους Φράγκους και τους Αλαμανούς που κατεβήκανε να τον πολεμήσουν, και μ' ένα λόγο την έκαμε δική του όλη την Ιταλία. Δεκαπέντε χρόνια έμεινε κυβερνήτης της Ιταλίας ο Ναρσής.