United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενωρίς ακόμα ο Βλογιάρης ο κήρυκας το διαλάλησε διπλές φορές. Άναψε και το μεγάλο φανάρι κάτω από τις θολωτές καμάρες απέξω κρεμαστό. Δυο φαντάροι, κορδωμένοι σαν ιδιάνοι, ήρθαν κ' έπιασαν την ανοιχτή πόρτα απομέσα. Ο Γιάνης, όταν τους είδε που εμπήκαν, έσυρε ένα σκαμνί, επήρε κ' ένα δίσκο απ το τεζάκι. Εστήλωσε το σκαμνί στην πόρτα παράμερα.

Κι’ ο Γιάννος την ερώτησε μ’ απόκρυφην ελπίδα : —Και ποια είσαι εσύ, που δύνεσαι τον πόνο μου να γιάνης Και μ’ εμποδίζεις να ριχτώ στην αγκαλιά του Χάρου; Κι’ απολογιέται η Γύφτισσα και με θυμό του λέγει: — Εγώ είμαι η Πρωτομάγισσα, του Μάγου η θυγατέρα.

Διαλέ τζ' αποθαμμένοι του εκείνου τ' Αρβανίτη, που μ' ούδωκε τη μπαλουτιά.. και ν' άταν δα στη Κρήτη, τον εξεμύστευγα δεδίμ τον έπεμπα στον άδη τον Λιάπη τον σκυλόπιστο κι' ας πέφταμε ομάδη. ΓΑΡ. Πηδάκιμ' πού σε βάρεσε; ΚΡΗΣ. Εδά δεμίμ στη χέρα. ΓΑΡ. Να μην τον γεύρ' ημέρα. ΚΑΝ. Να γιάνης θέλεις γλίγωρα καθόλου μη φοβάσαι, ως το πουρνό θ' άσαι καλάκαι μη πολύ λυπάσαι.

Αποφασισμένοι να παν κι αυτοί πριν την ώρα τους. Μέρες και μέρες βάσταξε αναμεταξύ τους η μπροσκάδα, η μπαλλοτέ και το φονικό. Ώσπου άλλος άντρας δεν έμεινε μήτε από τόνα μέρος μήτε από τάλλο παρά ένας και μονάχος, ο Γιάνης, ο λιγομίλητος, ο μελαχολικός, ο συλλογισμένος εκείνος ο Γιάνης μου.

Ψυχή, ψυχή ανυπόφερτη σ' του πάθου μου τη βράσι, Άφσ' το κορμάκι μου νεκρό να πάγη ν' αγαλλιάση. Αχ, έλα θάνατε γλυκέ τους πόνους μου να γιάνης, Τρέξε σ' εμένα γλήγορα, καμιά άργητα μη βάνεις. Ω θάνατε απάνθρωπε, γιατί δε με πληγώνεις, Κι' από παρόμια βάσανα γιατί δε με γλυτρόνεις; Βάρει με το κοντάρι σου, παρακαλώ σε Χάρε, Κι' αυτήν την άθλια μου ζωή, σπλαχνίσου με, και πάρε.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Έπαψαν τα τραγούδια και τα όργανα. Βγήκαν ξοπίσω στους φαντάρους οι πιο περίεργοι, να μάθουν. Ο Γιάνης μέσα, φοβισμένος μη λάχη και κοπή και χαλάση στη μέση η διασκέδαση για το τίποτα, και «δε βγάλουμε και μεις το πετρέλαιο», καθησύχαζε τον ταραγμένον τον κόσμο·Τίποτ' αδερφέ! Μπιτ τίποτε! Εκουβάλησαν μια σκάλα, ακούς, να μου σπάσουν τα τζάμια. Βέβαια! Έχομε τα μπόλικα καπτάλια, βλέπεις!

Με τι συνείδηση τώρα και με τι δυνατογνωμιά να της εναντιωθή της μανιασμένης του αξαδέρφης. Ο Μιχάλης καθώς κι ο Γιάνης σωπαίνανε. Τόξεραν πως σε καλού δικηγόρου χέρια βρίσκουνταν η δουλειά τους. — Είναι καλή αυτή για τη ράχη του, μουρμούριζε ο Μιχάλης κάτω από το ξανθουλό του μουστάκι. Στεκότανε σαν παιδί φταιξιάρικο ο Πανάγος.

Τίποτε άλλο, παρά του ΓεροΜούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακρυά μέσ' στα σπαρμένα. Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κ' εκάθησε σε μια πέτρα. — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα: — Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνης; Εκείνο, ως και ο ΠαπαΔήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον διη.