Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Κεπειδή όλοι γνώριζαν την αγάπη μου, με κύταζαν με πονηρή περιέργεια. Κένας απ' έξω από το χορό μούπε μια πειραχτική μαντινάδα: Ξανοίξετε το μπόι του, δέτε και τη θωριά του, Και θέλει κιαγαπητική, διάλε την αθρωπιά του. — Απηλοήσου του, μου ψιθύρισε κάποιος από δίπλα μου.

Διαλέ τζ' αποθαμμένοι του εκείνου τ' Αρβανίτη, που μ' ούδωκε τη μπαλουτιά.. και ν' άταν δα στη Κρήτη, τον εξεμύστευγα δεδίμ τον έπεμπα στον άδη τον Λιάπη τον σκυλόπιστο κι' ας πέφταμε ομάδη. ΓΑΡ. Πηδάκιμ' πού σε βάρεσε; ΚΡΗΣ. Εδά δεμίμ στη χέρα. ΓΑΡ. Να μην τον γεύρ' ημέρα. ΚΑΝ. Να γιάνης θέλεις γλίγωρα καθόλου μη φοβάσαι, ως το πουρνό θ' άσαι καλάκαι μη πολύ λυπάσαι.

Αρπάσας δε από το παρακείμενον παράθυρον βαρύ εκκλησιαστικόν βιβλίον, το ύψωσεν απειλητικώς, και του ιερού θόλου ο αντίλαλος επανέλαβε μετά φρίκης μίαν βλασφημίαν: — Διάλε τσ' αποθαμένους σου! Αλλ' οι παριστάμενοι είχον ήδη παρέμβει, κατάπληκτοι προ πάντων διά την βλασφημίαν εκείνην εντός του ναού.

Η προς τον δρόμον θύρα, παρά την οποίαν εκρέμετο μικρός καθρέπτης, ήτο κλειστή, αλλ' ήτο ανοικτόν το «απανωπόρτι», παράθυρον επί του θυροφύλλου, διά του οποίου εισήρχετο ο θόρυβος της οδού, ποδοβολητός των επιστρεφόντων εκ των αγρών χωρικών με τα κτήνη των, φωναί των βουκόλων και βλασφημίαι προς τους συμπλεκομένους ή ασχημονούντας εν μέση οδώ ταύρους· «Να βούι, να! διάλε τ'ς αποθαμένους σουκαι υλακαί βαθμηδόν απομακρυνόμεναι μετά του άλλου θορύβου.

Ο Μανώλης επροχώρησεν εις το χωριό σιγοτραγουδών: Διάλε τσ' αποθαμένους μου οφέτος κιάν αφήσω, Παρά να βρω να παντρευτώ να μην παραλοΐσω. Πανταχόθεν του απηυθύνοντο χαιρετισμοί από άνδρας και γυναίκας: «Καλώς ώρισες, ΜανωλιόΤινά δ' εκ των παιδίων, τα οποία τον είδαν, προέτρεξαν να δώσουν την καλήν είδησιν εις την μητέρα του.

ΚΡΗΣ. Και γιάντα δα δεδίμ ψόματ' άναι δα, που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη; ΚΡΗΣ. Εσύ δα μαθές, κ' οι συντρόφοι σου, δεδίμ κι' ολιάς. ΚΡΗΣ. Ω, ω, ω,! διαλέ τζ' αποθαμμένοι σου, και τζ' απομεινάροι σου, μ' εσκότοσες εδά. Καλέ σεις, μισέ Μπουρλή, κοιμούστεν καλέ; ΧΙΟΣ. Ίντα πάθετεν; ΞΕΝ. Φονικό διαβόντρου γυιέ, φονικόκι' εν ξυπνάτεν πλια; ΧΙΟΣ. Και πούντο άματις το χειμονικό;

Αλλ' εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξη με λάκτισμα: — Φύγε σου λέω, διάλε τσ' απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν