United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων ανετινάχθη και με ητένισε με βλέμμα οργίλης εκπλήξεως: — Δεν το γνωρίζομεν αυτό, δεν το γνωρίζομεν... Η επιστήμη έχει κάμει τόσας ανακαλύψεις, έχει κατορθώσει τόσα, τα οποία προ ολίγων ακόμη ετών θα εθεωρούντο αδύνατα και ανέλπιστα, ώστε τίποτε σήμερον πλέον να μη φαίνεται αδύνατον. — Ώστε δεν αποκλείετε την ελπίδα να ζήσετε άλλα 400 έτη ακόμη; τον ηρώτησεν ο Μαυρογένης.

Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον; Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του; — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω μοναχός μου. Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . . να πας.

Ήρχισε να διαβλέπη εκεί τον δάκτυλον του Θεού, να πιστεύη ότι όχι η ιδική του τύχη αλλά της Μπίλιως ήτο να εύρη τα χρήματα και ότι αυτός δεν εχρησίμευσε παρά ως μέσον διά να φθάσουν μέχρις αυτής. Και ο Δημήτρης παρασυρόμενος υπό της πλημμύρας των φιλικών και θρησκευτικών αισθημάτων του, χωρίς να σκεφθή περισσότερον ητένισε τον γέρω Βαγγέλη μειδιών. — Σώπα, γέρω, είπεν η κόρη σου θα πανδρευθή.

Ήτο η «Μπέλλα» και δεν παρήλθεν ώρα, οπού ο Καραγιάννης εισήλθεν εις το δωμάτιον του ασθενούς. Δεν εγνώριζε περί της ασθενείας του και έμεινε κατάπληκτος! είχεν ενώπιόν του έν πτώμα . . . Το πρόσωπον του θνήσκοντος εφωτίσθη. Ητένισε τον γαμβρόν του και διά του βλέμματος του ένευσε να πλησιάση. Εκείνος επλησίασε και έκυψεν επ' αυτού. Εκ του στόματος του θνήσκοντος εξήλθε ψιθυρισμός . . .

Έτσα θαρρώ πως θα το κάνω κεγώ, είπεν ο Μανώλης σκεπτικός. Και μετά σιωπήν ολίγων στιγμών ηρώτησε με φωνήν διστακτικήν: — Μα ... να μου δώσης θες το Μαρούλι; Η Καλιώ τον ητένισε με βαθύ εξεταστικόν βλέμμα. — Να ξεμπλέξης πρώτα απού τσοι Θωμαδιανούς ... Εγώ σούπα πως το θέλω με όλη μου την καρδιά. — Και τα Μαρούλι, θεια Καλιώ, θέλει; είπεν ο Μανώλης με φωνήν παλλομένην από συγκίνησιν.

Εγώ είμαι ο καταστροφεύς, εγώ ο ένοχος, εγώ ο φονεύς! Σήμερον με συνήντησε καθ' οδόν ο νεωστί ελθών ενταύθα Γερμανός ιατρός. Ο συνοδεύων αυτόν συμπατριώτης του τον ώθησε διά του αγκώνος, ενώ διεσταυρούμεθα, ο δε ιατρός έστρεψε προς εμέ το βλέμμα και με ητένισε μετά περιεργείας.

Αλλά ταύτα πάντα τόσον συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, ώστε βεβαίως δεν ηδύνατο διά λόγων να τα εκφράση. Μετά τινων στιγμών σιωπήν, ενώ εισέτι αντήχει εις την ακοήν του η πλήρης πάθους εκφώνησις του φίλου του «Την αγαπώ», ηρώτησεν αφελώς, χωρίς να σκεφθή τι λέγει: — Ποίαν από τας δύο; Ο Λιάκος τον ητένισε με απορίαν. Δεν είπε λέξιν, αλλά το βλέμμα του έλεγε: «Και θέλει ερώτημα

Εδώ έκοψε μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν αργά και θλιβερά: — Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ' εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ' εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό!

Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ! ... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες; — Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρης καλλίτερο. Η Μαργή ητένισε την μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν: — Αν είν' αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!

Έστρεψε το βλέμμα πέριξ, ητένισε τον υιόν της, ο οποίος της εφάνη παραπονούμενος διά την προτίμησιν εκείνην. — Τόρα έχω δυο γιους· είπεν υπερηφάνως. Και περιβαλούσα διά της αριστεράς χειρός τον Ζάχον, έσφιξεν αυτόν και το καρυοφύλλι εις τον κόλπον της, φιλούσα και τα δύο μετά της αυτής ορμής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!