Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Μια κατακόκκινη τριανταφυλλιά της είπε τότε: — Εγώ θα της χαρίσω τα μάγουλά της. Μια ανθισμένη βυσσινιά έσκυψε τα κλαδιά της και της είπε στο αυτί: — Κ' εγώ τα χειλάκια της. Ένα λευκό κρίνο περήφανο είπε: — Κ' εγώ με τα φύλλα μου θα πλάσω το κορμάκι της. Τα διαμάντια και τα ζαφείρια από τα φιδωτά δρομαλάκια της είπαν: — Εμείς θα της χαρίσωμε δυο μάτια, που θα λάμπουν περισσότερο από μας.

Όλοι το εύρισκαν μεγάλον και άνοστον. Ο δε κούρκος, ο οποίος εφαντάζετο ότι είναι μεγάλο υποκείμενον, διότι είχε κόκκινα γένεια, εφούσκωσε και ήνοιξε την ουράν του και ώρμησε προς το πτωχόν παπί, και εφώναξε κλου, κλου, κλου, και έγεινε κατακόκκινη η μούρη του.

Ταχειά 'σαν τον δήτε να 'ρθή καπετάνιος, σας λέγω εγώ. Ναι! θα μου τον γυρεύετε, αλλά τότε και εγώ θα σας γυρίζω της πλάταις και θα λέγω: «Καλέ, δεν ταις συμμαζεύετε λιγάκι; Δεν έχω το παιδί μου για τα μούτρα σας. Νά τα δα! Άρε σεις, ξέρετε τι είνε το παιδί μου; Κλωνάρι, κλωνάρι της μυρτιάς, παιδί της ωμορφιάςΕθύμωνε τότε και η κόρη, κατακόκκινη εξ αιδούς.

Η Πηγή ήρχισε να εννοή την μεταξύ των παρεξήγησιν και έγεινε κατακόκκινη. — Ας παντρευτούμε 'μείς, έλεγεν ο Μανώλης με ζωηρότητα απροσδόκητον, κιάς τελειώση το σπίτι ύστερ' από ένα χρόνο ... ας μη τελειώση και ποτέ. — Μα δεν μπορώ 'γώ να 'πω ταφέντη σου τέτοια πράμματα, είπεν η Πηγή κάτω νεύουσα. — Κιαμ' είντα θα του πης; — Να μη σε στενοχωρά στη δουλειά, μόνο να βάλη έναν αργάτη να σε βοηθά.

Και όταν εξήλθε, κατακόκκινη και ακτινοβολούσα από υπερηφάνειαν, ανεζήτησε μεταξύ του πλήθους διά του βλέμματος την προπορευομένην θυγατέρα της κεφώναξεν εις τρόπον ώστε να την ακούσουν όλοι: — Μαργή, αι Μαργή! ανήμενέ με, παιδί μου.

Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.

Ω ευλογημένο χεράκι, που μου 'δωσες τέτοια συγκίνηση. Και πριν η κόρη προφτάση ν' αντιληφθή το κίνημά του, ο Δημητράκης άδραξε το χέρι της και το κόλλησε στα χείλη του. — Ευλογημένο κι αγιασμένο χεράκι· είπε κυττάζοντάς την με ταπείνωση και λατρεία σα νάβλεπε εικόνισμα. Εκείνη έσυρε το χέρι της βιαστικά και χαμήλωσε τα μάτια της κατακόκκινη. Πρώτη φορά ένοιωθε του Δημητράκη τα χείλη απάνου της.

Να σ' πω, κολλήγα, παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος. Είπα να το κρατήσω για 'μπρός, αλλά πάλιν είπα: ο κολλήγας θα μας φέρη άλλο· τι βγήκε! — Ακούς εκεί! παρετήρησεν ο ποιμήν. Ο κολλήγας μου νάναι καλά και τα θηλιάσματά του· και γουρνόπουλα όσα θέλεις. Αλλ' ιδού αίφνης· επανέρχεται η Κρατήρα εντροπαλή, κατακόκκινη, κομίζουσα κενόν το γανωμένον ταψίον. — Χορατεύετε, θαπώ!

Εύρεν όμως καιρόν ο βοσκός να θλίψη το σώμα της εις τον κόλπον του και να κολλήση τα χείλη του εις το στόμα και τον τράχηλόν της, τον χνοώδη και καμαρωτόν ως της χήνας. Η Σμάλτω, εις την επαφήν εκείνην των χειλέων του την καίουσαν, ανετινάχθη ως να εφυσήθη αίφνης νέα ζωή εντός αυτής, κατακόκκινη εξ εντροπής, ταραγμένη διότι επροδόθη η αδυναμία της.

Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ! ... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες; — Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρης καλλίτερο. Η Μαργή ητένισε την μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν: — Αν είν' αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν