United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποτέ δε άλλοτε, όσον την εσπέραν εκείνην, δεν μου εφάνη γλυκύ το φίλημα, διά του οποίου μου ηυχήθη καλήν νύκτα η μήτηρ μου, ούτε έσφιγξα ποτέ περισσότερον τον τράχηλόν της με τας χείρας μου. Την επομένην ημέραν, και πολλάς άλλας κατόπιν, η μόνη ομιλία μας εις το σχολείον ήτο, εννοείται, ο πατήρ του Σοφή και το ανδραγάθημά του.

Τον εδίδαξε να εντείνη την προσοχήν του εις τας αιγάγρους και το πήδημά των, ώστε εις το πήδημα να ημπορή να στέκεται στα πόδια του και αυτός και να στερεώνεται· και αν μέσα εις της σχισμάδες των βράχων δεν είναι καθόλου στήριγμα διά τα πόδια, τότε πρέπει ο άνθρωπος να γαντζώνη με τους αγκώνας, με τους μηρούς και με τας κνήμας, και ακόμη και με τον τράχηλον να σφικτοδαγκώση, όταν το απαιτήση η περίστασις.

Αλλ' ο Σαϊτονικολής δεν τον αφήκε να τελειώση την φράσιν. Ανεπήδησεν εκμανής. Και αρπάσας χονδρόν ξύλον, ώρμησε κατ' αυτού. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε και ετέθη ολοφυρόμενη μεταξύ αυτών· ριφθείσα δε εις τον τράχηλον του συζύγου, τον εξώρκιζε να μη του συνερίζεται. Ο δε Μανώλης, όστις είχεν εγερθή και προχωρήση προς την θύραν, είπε: — Δεν την παίρνω 'γώ τη μουστακάτη κι' ό,τι θες κάνε.

Αλλ’ οι ημέτεροι μοναχοί, φέροντες ανηρτημένον περί τον τράχηλον οδόντα της Αγίας Σαβίνης απέφυγον δι’ αυτού τας κακάς συναντήσεις, μακρόθεν δε μόνον είδον αγέλην ονοκεφάλων παγανιών, οίτινες σείοντες τα μακρά ώτα των ητένιζον ερωτικώς την σελήνην, εις το φως της οποίας εζήτουν τον περιμενόμενον Μεσσίαν.

Ο Λιγειεύς έφερεν όπισθεν της κεφαλής του τον βραχίονα τον ροπαλοειδή και ήρχισε να μουρμουρίζη, τρίβων τον τράχηλόν του εν αμηχανία. Όσον ήτο δυνατόν, θα προσεπάθει να . . . Αλλ' εάν δεν είναι δυνατόν; . . . Ανάγκη εν τοσούτω να την αρπάση!

Από τον βαρύν τράχηλόν του το υπομέλαν αίμα, παφλάζον, εξηκοντίζετο επί των ανθέων του κήπου. Οι πόδες του εσπαράχθησαν επί του εδάφους και εξέπνευσε. Την επαύριον η πιστή Ακτή εκάλυψε το σώμα του με πολυτίμους οθόνας και το έκαυσεν επί πυράς αρωμάτων.

Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ειξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι' ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαιατι την ήθελε τέτοια ζωή; — θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα.

Προς αποφυγήν του τοιούτου κινδύνου, οι θέλοντες να εκριζώσωσι το φυτόν, έσκαπτον περί την ρίζαν αυτού το χώμα, και προσαρτώντες επί του στελέχους σχοινίον, η ετέρα του οποίου άκρα εδένετο περί τον τράχηλον κυνός, έφραζον τα ώτα και προσεκάλουν τον κύνα, όστις τρέχων απέσπα μεν το φυτόν, αλλ' έπιπτε νεκρός κατά γης.

Η Γιαννού επιμόνως το εχάδευεν υπό το κατωσάγονον, και πότε η χειρ της εγλίστρα προς τον τράχηλον, και ίσως είχε κλίσιν να θλίψη κάπως δυνατώτερα τον λαιμόν του κορασίου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη δρομαίον βήμα έξωθεν, η θύρα ηνοίχθη, και εισήλθεν ο Καμπαναχμάκης. — 'Δώ είσαι, κυρά Γιαννού! είπεν εν άκρα ταραχή. Σύκου! Να φύγης! να κρυφτής!

Το ύψος της γνώσεως παρά σοι». Και ούτως έγειναν άφαντοι. Ευθύς μετ' αυτάς εφάνη ευειδής νεανίας, μόλις χνοάζων την μορφήν, απαστράπτων δε φαιδρότητα εκ της όψεως. Έστη επί μίαν στιγμήν ενώπιον του Πλήθωνος, και επέθηκε περί τον τράχηλον αυτού στέμμα εκ κισσού, χωρίς μηδέν να είπη. Προέπεμπον δε αυτόν λυσίκομοι νεανίδες, βαστάζουσαι δάδας και ανακράζουσαι. Ευοί! Ευοί!