United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα συνήθη παίγνια των οδών και τα χιονοβολήματα έπαυσαν. Ο χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων. Από των κεράμων των στεγών εκρέμαντο ως ώριμοι καρποί σπιθαμιαία κρύσταλλα, τα οποία οι μάγκαι της γειτονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν να τρώγουν. Την εσπέραν της 23, ο Γέρος είχεν έλθει από το σχολείον περιχαρής, διότι από της αύριον έπαυον τα μαθήματα.

Τα σχολεία εις τα οποία εξεπαιδεύθη ο Ιησούς δεν ήσαν τα σχολεία των Γραμματέων, αλλά το σχολείον της σεμνής ευπειθείας της γλυκείας αυταρκείας, της αναλλοιώτου απλότητος, της αγνότητος της ακηλιδώτου, της προθύμου και ευχαρίστου εργασίας.

Αλλ' εγώ, οπού είχα φιλίαν με τον Φαφάναν από μικρός, από το σχολείον ακόμη, πλησιάζω και του λέγω θαρρετά: — 'Σ της γυναίκες πρώτα, Φαφάνα, απάνωτον γυναικίτη. Είχα εγώ το σχέδιόν μου. Τα παιδιά οπού ακολουθούσαν φωνάζουν και αυτά, χωρίς όμως να ξέρουν. — Ναι, 'ςτης γυναίκες πρώτα! 'ςτης γυναίκες!

Από τους λόγους της μητρός μου ολίγα τότε εννόησα περί του έργου του πατρός του Σοφή. Έμαθα όμως, ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε μητέρα, και τότε εξήγησα, διατί ήρχετο πολλάκις εις το σχολείον με το φόρεμά του σχισμένον ή χωρίς κομβία. Επήγα εις την κλίνην μου βαρύθυμος, και επλάγιασα σκεπτόμενος, πώς ήτο δυνατόν έν παιδίον να μην έχη μητέρα.

Την ώραν εκείνην υπήρχον εντός της αυλής μόνον δύο ή τρία κοράσια, τα οποία δεν εθορύβουν κι' αυτά ολιγώτερον από τα παιδία. Αφότου μάλιστα είχεν ιδρυθή εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει.

Επήγαινεν εις το σχολείον και όπως κάθε πρωί ακολουθούσε την ακρογυαλιά, όταν έξαφνα είδε την Νεράιδα εμπρός της με την χρυσή της βέργα, που έλαμπε. Έλαμπαν και τα ξανθά μαλλιά της και το φόρεμά της ακτινοβολούσε από σταλαγματιές της θαλάσσης· εκείνην την στιγμήν η Νεράιδα είχεν έβγη από το νερό. Καθώς έμαθα, της λέγει, δεν αγαπάς το σχολείον.

Έν και μόνον την ημέραν έπινεν. Όταν έγεινε δώδεκα χρόνων ο Στάθης, ο πρωτότοκος, ο πατήρ του τον απέσυρεν από το σχολείον, διά να μάθη την πατρώαν τέχνην. Πλην μόλις έμαθε κάτι τι ο Στάθης, και του ήλθεν έρως να γείνη ναυτικός. Τρία έτη ύστερον, όταν έφθασεν εις την αυτήν ως ανωτέρω ηλικίαν ο Θανασάκης, ο δεύτερος υιός, τότε τον εσχόλασε και αυτόν από τα γράμματα, και τον «έστρωσε» στην τέχνην.

Και ο Σουρμελής δεν εσπούδασεν εις σχολάς ναυτικάς, ως δεν εσπούδασεν ο Μιαούλης, δεν έφερε γαλόνια και παράσημα ως ο κ. Σαχτούρης. Ήτο απλούς εμποροπλοίαρχος, μορφωθείς εις το ευρύ σχολείον των τρικυμιών και των κινδύνων, αλλά προ πάντων είχεν εις τα στήθη του ζωηράς τας γενναίας και ευτόλμους παραδόσεις του ελληνικού ναυτικού. Ήτο άρά γε η τελευταία εκδήλωσις της ναυτικής μας υπεροχής;

Τα παιδία όσα κατήρχοντο την μεσηβρίαν από το έν σχολείον και όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι' όσον τρόμον τους επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν.

Χάρμα του ασκητικού σπιτιού του και ζηλευτόν εις όλον το χωρίον βλαστόν. Όταν εμεγάλωσεν η Κουκκίτσα κ' εβγήκεν από το σχολείον, έγεινε το δεξί χέρι του παπά-Κονόμου. Όπου και αν επήγαινε να λειτουργήση, την έπαιρνε μαζύ του, εις όλα τα εξωκκλήσια, να διαβάζη της ώραις, να ψάλλη, να τον συλλειτουργή. Τόσον επιδέξια και τόσο μελωδικά, ώστε την έλεγαν εις το χωρίον: η διακοπούλα.