United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βέβαια εναντιώνεται, απήντησεν ο Σιμμίας. Και λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, δεν παρεδέχθημεν πάλιν εις τα προηγούμενα ότι, αν είναι αρμονία, αυτή ποτέ δεν θα ψάλλη εναντία προς εκείνα, διά των οποίων τεντώνεται και χαλαρώνεται και δονείται, και εις ό,τι άλλο πάθημα παθαίνουν τα μέρη, από τα οποία συμβαίνει να σχηματίζηται, αλλ' ότι ακολουθεί εκείνα και ποτέ δεν είναι δυνατόν να τα κυβερνά;

Ποιος μ' εφώναξε! . . . Τα μάτια του εγέμισαν αμέσως πάλιν από δάκρυα. Καταπραϋνόμενος δε ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε να ψάλλη με θρηνώδη φωνήν, διακοπτομένην ενίοτε από λυγμούς. «— Πού εστίν η του κόσμου προσπάθεια; Πού εστίν η των προσκαίρων φαντασία; . . .»

Επομένως όστις είναι καλώς πεπαιδευμένος θα είναι ικανός εις το να ψάλλη και να χορεύη καλώς. Φαίνεται. Ας προσέξωμεν λοιπόν τι σημαίνει αυτό το οποίον λέγομεν τόρα πάλιν. Ποίον δηλαδή; Λέγομεν να ψάλλη και να χορεύη καλώς, αλλ' άραγε θα προσθέσωμεν και καλά άσματα να ψάλλη και καλούς χορούς να χορεύη, ή όχι; Πρέπει να προσθέσωμεν.

Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . . Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της.

Θύελλα επευφημιών διέκοψε την σιγήν. Αλλά μακρόθεν απήντησεν εις αυτόν η αγρία ωρυγή του πλήθους. Εκεί κάτω ουδείς πλέον αμφέβαλλεν, ότι ο Καίσαρ είχε διατάξει να καύσωσι την πόλιν, διά να απολαύση έν θέαμα και να ψάλλη ύμνους.

Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν.

Κι αν αυτό είν' έτσι ή αλλοιώς, ασφαλώς όμως στην τύφλωσή του ως αφορμή, αν όχι ως αιτία, χρωστάει ο μεγάλος Άγγλος ποιητής το μεγαλόπρεπο περπάτημα και το φωνητικό μεγαλείο των τελευταίων του στίχων. Όταν ο Μίλτων δεν μπορούσε πια να γράφη, άρχισε να ψάλλη.

Και μολονότι τη γλώσσα την μετέβαλε σε περιφρονημένο πηλό, όμως έπλασε άντρες και γυναίκες, όπου ζούνε. Είναι το πιο Σαιξπήρειο πλάσμα από τον καιρό του Σαίξπηρ. Αν ο Σαίξπηρ μπορούσε να ψάλλη με μυριάδες χείλη, ο Browning μπορούσε να τραυλίζη με χιλιάδες στόματα.

Είτα ευθύς συνήλθεν εις εαυτήν, εδοκίμασε πάλιν να προφέρη της προσευχής τα καταπραϋντικά λόγια. «Κύριε Ιησού . . . » Την ιδίαν στιγμήν ανεπόλησε τα λησμονημένα λόγια ενός τροπαρίου, το οποίον είχεν ακούσει πολλάς φοράς εις την νεότητα της να ψάλλη ένας γέρων ιερεύς «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ. . . Ιησού μακρόθυμεΤότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος.

Όταν δε ήρχισε και να ψάλλη κάτι τι άμουσον με φωνήν λεπτήν, όλοι οι θεαταί ήρχισαν να γελούν, οι δε αγωνοθέται αγανακτήσαντες διά το θράσος του, τον εμαστίγωσαν και τον εξεδίωξαν εκ του σταδίου.