United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μόνος ο πηδαλιούχος, όρθιος, επί της πρύμνης, ελαφρά στηριζόμενος επί του τροχού του πηδαλίου, ον περιστρέφει, διευθύνει το πλοίον βλέπων ατενώς προς έν κατέμπροσθέν μας γαλανόν σημείον, μίαν μουνδζούραν του ορίζοντος. — Ανοιχτά, κατά την Κυρά-Παναγιά. Είχε διατάξει ο πλοίαρχος, επιβοηθήσας αυτόν συνάμα εις την στροφήν. — Τον ξέρεις, βρε, τον μπούσουλα;

Από τους φυγάδας έμαθεν ότι μόνον μικραί τινες οδοί της Τρανστιβέρης είχον καταληφθή υπό του πυρός, αλλ' ότι όμως τίποτε δεν θα διέφευγε την ορμήν της πυρκαϊάς, διότι άνθρωποι την μετέδιδον επίτηδες, λέγοντες ότι είχον διαταγήν προς τούτο. Ο νεαρός τριβούνος δεν είχε πλέον την ελαχίστην αμφιβολίαν ότι ο Καίσαρ είχε διατάξει να πυρπολήσουν την Ρώμην.

Πάραυτα ο δήμαρχος έκρουσεν εξ απογνώσεως τας παλάμας του. Εννόησεν ότι οι λησταί διεξέφυγον εκ των χειρών των. Διότι ο λιμενάρχης είχε διατάξει ουδεμία λέμβος να εξέλθη του λιμένος την ημέραν εκείνην. Η δε ταχέως απομακρυνομένη των ακτών της νήσου βεβαίως δεν θα ήτο καλή λέμβος. — Πάει, βρε παιδιά, μας γλυτώσανε! είπε τεθλιμμένος και επανεκτύπησε τας παλάμας του.

Με ποίον λοιπόν τρόπον μέσα εις αυτήν την πόλιν θα απέχουν από τας επιθυμίας, αι οποίαι τόσον πολλούς και πολλάς ώθησαν εις τα έσχατα, τας οποίας ήθελε διατάξει ο λόγος να αποφεύγουν, προσπαθών να επιβληθή ως νόμος; Και τας μεν άλλας επιθυμίας δεν είναι παράδοξον να νικούν οι προηγούμενοι νόμοι.

Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν: — Η Ευνίκη έλαβε τας μαστιγώσεις; ηρώτησε τον Τειρεσίαν. — Ναι, αυθέντα. Αλλ' είχες διατάξει να μη της βλάψω το δέρμα. — Καλά! Ποίος από τους δούλους είναι εραστής της; — Κανείς δεν είναι εραστής της, αυθέντα. — Τι γνωρίζεις περί της διαγωγής της; — Η Ευνίκη δεν εξέρχεται ποτέ την νύκτα από τον κοιτώνα, όπου κοιμάται ομού με την γραίαν Ακρισιώνην.

Κατηγέ, ηκολούθησε γυρίζοντας προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι μικρή ακόμη, πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή και αυτή δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ Φατμέ θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι. Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε.

Μεταξύ όμως των παιδίων τα οποία συνείθιζον να παίζωσιν ομού ευρίσκετο και ο υιός του Αρτεμβάρους, ανδρός επισήμου μεταξύ των Περσών, όστις δεν εξετέλεσεν εκείνο το οποίον είχε διατάξει ο Κύρος. Τότε ο Κύρος διέταξε τα άλλα παιδία να τον συλλάβωσι· τα παιδία υπήκουσαν και ο υιός του Αρτεμβάρους εμαστιγώθη απηνώς.

Φέρ' ειπείν, ο Μωυσής είχε διατάξει την περιτομήν τη ογδόη ημέρα, και αν η ογδόη αύτη ημέρα ετύγχανε να είνε Σάββατον, εθυσίαζον άνευ δισταγμού την μίαν διάταξιν εις την άλλην, και με όλην την εργασίαν την οποίαν απήτει, εξετέλουν εν Σαββάτω την περιτομήν.

Εν τούτοις εις την Λακεδαίμονα έφθασε πρώτον η αγγελία ότι ο Πελοποννησιακός στόλος είχε μακρυνθή από του ισθμού· διότι οι έφοροι είχαν διατάξει τον Αλκαμένην να τους στείλη ιππέα, άμα ο στόλος ούτος ήθελε κινήσει.

Τον είχε διατάξει ο αυθέντης του να τον εξυπνά εις το πρώτον λάλημα του πετεινού: — Στον πρώτον ύπνο! Γιαν! κούκου! Εκραύγαζε κ' ασχεδίαζε διά των νευμάτων, έως ου εννοήση ο μογιλάλος. — Κιμίκρ; Ηρώτα ο υπηρέτης, δι' αυτής της μόνης δισυλλάβου λέξεώς του, εκφράζων όλας τας εννοίας και ονομάζων όλα τα αντικείμενα.