United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά.

Και τούτο έλεγα από πριν, αλλά το λέω και τώρα, που βλέπω την απίστευτη του Αδμήτου ατυχία. Έπειτα απ' την απώλεια τέτοιας χρυσής γυναίκας μία ζωή αβάστακτη θα είναι η ζωή του. Άλκηστις, Άδμητος, Εύμηλος. — Ο χορός. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ω ήλιε! Ω φως και ω σύννεφα, που γρήγορα στα ύψη γυρίζετε και τρέχετε στον γαλανόν αιθέρα!

Ζερβά η λίμνη ατάραχη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι.

Ητένιζεν υψηλά τον γαλανόν αιθέρα και πέριξ τους αγρούς και τα βουνά και την θάλασσαν με βλέμμα ιλαρόν, υπερήφανον δύναται κανείς να είπη, όπως κάθε άνθρωπος έχων την ψυχήν γαλήνιον και την πεποίθησιν ότι πορεύεται να επανορθώση αδίκημα.

Άπλωσε, Νυξ, το σκότος, κι' ανάτειλε, Ημέρα, ας λύση πάντα φόβον το άρμα της Αυγής, και σεις ατμοί πετάτε 'στόν γαλανόν αιθέρα κι' ας ποτισθή το χώμα της διψασμένης γης. Συ, Άπολλον, συ, Φοίβε, θεότης του Οσίριδος, λούσε χρυσάς ακτίνας εις της βροχής τα νέφη, και το καμπύλον τόξον της πολυχρώμου Ίριδος ως σελαγίζον στέμμα τους ουρανούς ας στέφη.

Να ήτο άρωμα να την ροφήση διά μιας; Να ήτο γάλα να την καταπιή; Να ήτο γαλανόν ιμάτιον να την φορέση; Να ήτο μητέρα του να κοιμηθή κοντά της; Πολλαίς φοραίς, την νύκτα με την σελήνην δραπετεύων από τον οικίσκον του, ανήρχετο εις την υψηλήν του Κάστρου κορυφήν όπου εφύλαττεν η βάρδεια, εις το Κανόνι, και δεν εχόρταινε να θεωρή το πέλαγος, απλούμενον γύρω του ως χρυσογάλανον καθρέπτην.

Εις εκείνους τους βορείους αιγιαλούς, σιμά εις το άγριον και γαλανόν πέλαγος, εις το παλαιόν Κάστρον, το κτισμένον επί γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, εκεί είχε γεννηθή η Χαδούλα, κ' εκεί είχεν ανατραφή ως δέκα ετών κόρη.

Και είχε το ύφος του διστάζοντος ενώ εξέφραζε την ευχήν της αυτήν. Αλλά ταυτοχρόνως ηκούσθη ηδυπαθής συριγμός, ανερχόμενος εις τον γαλανόν αιθέρα. Ήτο απαλός, δροσερός δύναται κανείς να είπη, όπως το ψιθύρισμα μιας λεύκης, όταν σιγαλά σιγαλά φυσά εις τα φύλλα της το πρώτον αεράκι της αυγής.

Άρχισε να βραδυάζη· η ατμόσφαιρα ήτο πεπληρωμένη με το άρωμα του αγρίου θυμαριού και της ανθισμένης φιλύρας· γύρω γύρω εις τα πράσινα από τα δάση βουνά ήτο απλωμένος ο φωτεινός υποκύανος του αιθέρος πέπλος· βαθεία και ευρεία εβασίλευε γαλήνη· όχι η γαλήνη του ύπνου ή του θανάτου, όχι! ήτο 'σάν να εκρατούσε η όλη Φύσις την αναπνοήν της, 'σάν να ησθάνετο τον εαυτόν της διευθετημένον διά να φωτογραφηθή η εικών της επάνω εις το γαλανόν του ουρανού βάθος.

Μόνον συγκεχυμένως μόλις κατελάμβανεν ότι εταράσσετο, πολύ μένουσα εν τη αναπεπταμένη πεδιάδι, υπό τον γαλανόν ουρανόν, εν τη μυστηριώδει ερημία των αγρών, ακροωμένη του γλουγλουκισμού των γαλίων, του ερρύθμου κωδωνισμού ενός ποιμνίου απέναντι και των περιπαθών τόνων μιας φλογέρας.