United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μη βαφή το πέταλο στου αλόγου του το νύχι!... Αδέρφια, ταποφάσισα και μοναχός αν μείνω, Θ' απλώσω οργυιά τα χέρια μου, τα πόδια θα ριζώσω, Κι' αν δε με ξεχωνιάσουνε κι' αν δε με κατακόψουν, Δε θα με διώξουν απεκεί, δε θα μου ιδούν τη φτέρνα. Και συ τι λέγεις, Πανουριά; — Μ' εθάμπωσε η αχτίδα, Παστράφτει από τα μάτια σου. Τριγύρωτα μαλλιά σου Παίζει το γλυκοχάραμμα.

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά.

Εις τούτο το αναμεταξύ εσυνάχθησαν εκεί και οι άλλοι κυνηγοί θαυμάζοντες το τοιούτον συμβάν και μάλιστα έμειναν εκστατικοί όταν τους διηγήθην όλην την ιστορίαν μου, και πώς κατήντησα εκεί· τότε μου είπον, βέβαια το τέχνασμά σου να έβγης απεκεί είνε θαυμάσιον, αλλά είνε αξιοθαυμασιοτέρα η τόλμη σου να γίνης ούτω ριψοκίνδυνος της ζωής σου.

Το αξίωμα όσα δίνει Στην υπόληψιν ενού, Μόνε λείψη τον αφίνει Μες το πλήθος του κοινού. Το προτέρημα χαρίζει Αναφαίρετη τιμή, Και τον κάνει να αχρήζη, Και παντού να ευδοκιμή. Σε δέντρο απάνω ο Κόρακας εκάθησε απετόντας, Στη μύτη του βαστόντας Μια γρούδα από τυρί. Η Αλουπού διαβαίνοντας Καταλαχού απέκει, Τον βλέπει· κοντοστέκει Η παραπονηρή.

Τότε ο Πρασσάτος άξαφνα οχ το πλευρό τους βγαίνει, Στον Ψωμοφάγο ρίχνοντας, μον δεν τον πιτυχαίνει· Τι ο Βασιλιάς επρόφτακε, και τ' άρμα οπίσω αμπόχνει 545 Κρυμμένος στην ασπίδα του· και το κακό αποδιόχνει· Σε τούτο ο Φουσκομάγουλος απέκει σκαπετάει· Στης λίμνης τα κατάβαθα γλυτρόνοντας πηδάει·

Απεκεί λοιπόν και εις το εξής με είχεν εις άκραν αγάπην ωσάν ίδιόν του υιόν, και με εκήρυξε διά υιόν και κληρονόμον του. Εις εκείνο το αναμεταξύ έφθασαν τα καράβια με τους πραγματευτάς, που ήρχοντο επί τούτο διά την πραγματείαν των Ελεφαντοδοντιών· εις τους οποίους πωλήσαντες όλα όσα είχομεν συνάξει, εβγάλαμεν ένα θησαυρόν αναρίθμητον.

Μα πάρε εσύ στα χέρια σου την κροσσωτή μου αιγίδα, και σκιάζε σκιάζε σιώντας την των Αχαιών τ' ασκέρι. 230 Κι' έχε διπλά, προφυλαχτή, στον Έχτορα τα μάτια, το πάθος του πάντα άναβε στα στήθια, ως που οι Αργίτες τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο να φτάσουν κι' ως στα πλοία. Δική μου απέκει 'ναι δουλιά το τι θα πω ή θα κάνω, ξανά οι Αργίτες για να δουν απ' τον αγώνα ανάσα235

Εις τούτο το αναμεταξύ, ιδού βλέπει και διαβαίνει απεκεί ένας σεβάσμιος γέρων, με μίαν έλαφον σύροντάς την· πλησιάζει εις αυτόν και τον ερωτά ο γέρων την αιτίαν πως ήλθεν εις ένα τέτοιον έρημον τόπον, όπου κατοικούν τα εναέρια και πονηρά Τελώνια. Ο Πραγματευτής του διηγήθη όλον το αξιοθρήνητον συμβάν.

Όθεν απεκεί και εις το εξής διά τον φόβον της προσταγής κάθε νύκτα μεταχειρίζομαι τες σκύλες εκείνες με τον τρόπον που είδατε οφθαλμοφανώς· και η αδελφική αγάπη που έχω προς αυτάς με παρακινεί εις θρήνον, διά να δείξω εις αυτάς ότι παρά την θέλησιν μου και με λύπην μου τας μεταχειρίζομαι ούτως· όθεν είμαι αξιοσυμπάθητη περισσότερον, παρά αξιοκατηγόρητος· Αυτή λοιπόν είνε η ιστορία μου, κραταιότατε βασιλεύ.

Έσωσα πες το κάρβουνό μου, έσβυσαν οι φωτιές, εκρύωσαν τα λεβέτια κ' εστάθηκα. Και καλά που έφτασα ως εδώ! Φαντάσου αν έμενα καταμεσίς του δρόμου ν' αφήσω την αδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόραώρα μου· δεν δίνω μια πεντάρα. Άσπρος άγγελος μονάχα και ας έρθη το γρηγορώτερο. Κ' εστύλωσε τα μάτια του πάλι στο κύμα με κάποια έκφρασι σιγαλού πόθου, λέγεις κ' επερίμενεν απεκεί την απολύτρωσι.