United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπεσαν οι φίλοι απάνω τους κι από παρακεί κάτι άλλοι στρατιωτικοί-πούχανε δικό τους γλέντι ταχτικό σ’ αυτήν την ταβέρνα με κάτι τραγουδάκια πούφτειανε ο ένας τους, «το σκαπανάκι» με τόνο μι, κ' έβαζε τους άλλους και του τα τραγουδούσαν. . έπιασαν το Μίμη τέσσαρες άντρες και τον πήγαν έξω, γιατί έκανε φόβο αυτουνού ο θυμός, καθώς πάντα... Σα γύρισε σπίτι ο Νίκος, τη νύχτα, ήτον ξεμέθυστος· μα καθώς έκανε να του μιλήση η Λιόλια, έτσι για το τίποτα, σήκωσε το χέρι του και της έφερε μια γροθιά τανάμεσα στις πλάτες που σωριάστηκε χάμω, μιαν οργυιά μακριά, και γόγγυξε χωρίς να μπορή να πάρη αναπνοή για πολλήν ώρα Ήτον κι αυτή μια απ’ τις ματιές που έρριχνε το φεγγάρι της ζωής απ' της ψυχής της το συννεφιασμένον ουρανό.

Ας δουλεύση! τι αξίζει απ' την υπόνομόν του να τιναχθή μηχανικός εις τον αέρα! βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω εις τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώτο βάθος μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι. Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν!

Ανέβηκε ο ήλιος ως μια οργυιά, οι αχτίδες έπαιζαν ανάμεσα στα φύλλα της μεγάλης κληματαριάς μπροστά στο καλύβι, κι όλοι μέσα κοιμούνταν ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα στο γιαλό. Μα μήτε να ψαρέψω δεν είχα όρεξη. Κάτι λαχταρούσα, κάτι φούσκωνε την καρδιά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε.

Να μη βαφή το πέταλο στου αλόγου του το νύχι!... Αδέρφια, ταποφάσισα και μοναχός αν μείνω, Θ' απλώσω οργυιά τα χέρια μου, τα πόδια θα ριζώσω, Κι' αν δε με ξεχωνιάσουνε κι' αν δε με κατακόψουν, Δε θα με διώξουν απεκεί, δε θα μου ιδούν τη φτέρνα. Και συ τι λέγεις, Πανουριά; — Μ' εθάμπωσε η αχτίδα, Παστράφτει από τα μάτια σου. Τριγύρωτα μαλλιά σου Παίζει το γλυκοχάραμμα.

Άφησε, Βούγκο, να βάλη γνώσι η παληόστριγλα. Χμου! Γρου!... — Δεν την λυπάσαι, πατέρα; — Μίαν οργυιά γλώσσα μου πετά έξω από το στόμα η πανούκλα. Γρου! Κμρου!... — Πατέρα, δεν σου είπε τίποτε· σε ηρώτησε πού επήγες, είπεν ο Βούγκος. Πειράζει αυτό; — Αυτή η λώβα θα μ' ερωτήση πού πήγα; Είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και ποίος θέλεις να σ' ερωτήση; — Δεν είνε δουλειά της ν' ανακατόνεται. Γρου!

Υποτίθεται, κατ' Άγγλον σχολιαστήν, ότι διά της εκφωνήσεως ταύτης ο Έδγαρ εννοεί, ότι τα ύδατα εκάλυψαν την γην εις τοσούτον βάθος· αλλ' ίσως η μια' μιση οργυιά είναι το ανάστημα του δαιμονίου, το οποίον δήθεν διώκει αυτόν. Διά να βάλωσιν αυτόν εις πειρασμόν ν' αυτοχειριασθή.

Βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω απ' τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώτο βάθος μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι. Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν! Τούτος εδώ βαστάζον θα με κάμη τώρα· τον εντερόσακκον αυτόν να σύρω πρέπειτο πλαγινό δωμάτιον· καλή νύκτα, μάννα.

Ω! είναι μια 'μιση οργυιά, μια και μισή! ΓΕΛΩΤ. Παππού μου, έχει δαιμόνια εκεί, μη τύχη κ' έμβης μέσα! βοήθεια! ΚΕΝΤ Δος το χέρι σου. — Μέσα εκεί ποιος είναι; ΓΕΛΩΤ. Δαιμόνιον! Δαιμόνιον! Εσύ τι πράγμα είσαι, που μέσα 'ς τ' άχυρα βογκάς; Ποιος είσαι; Έβγα έξω! ΕΔΓΑΡ Φευγιό! φευγιό! Ο Σατανάς μ' επήρε το κατόπιν. »Μέσ' 'ς τα κλαδιά της μυρσινιάς ο άνεμος σφυρίζει