United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αύτη μη δυναμένη να σταθή ορθία, είχε ριφθή με το σώμα επικάρσιον παρά την γωνίαν, και εκάθητο τρέμουσα εις την άκρην. Ο Σκούντας ίστατο ως προστάτης ενώπιον αυτής. Παρ' αυτόν ίσταντο ο Τρανταχτής και ο Κατούνας, είτα εφεξής ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και ο Μάχτος. Οι τρεις ένοπλοι άνδρες εζήτησαν ν' αποσπάσωσι την Αϊμάν από της κόγχης, εν η έκειτο. Αλλ' ο Σκούντας επεχείρησε ν' αντιστή.

Τίποτε, απήντησεν ο Βούγκος, βαρυνόμενος τους πολλούς λόγους, και μη θέλων να δυσαρεστήση τον ξένον. Εν τούτοις ο Βούγκος εγίνωσκε μετά βεβαιότητος ότι εψεύδετο ο ξένος. Λίαν πρωί της προτεραίας, απομακρυνθείς εκ του χαλκείου ο Βούγκος, είχεν ιδεί τυχαίως αυτόν επί ημιόνου καθήμενον και βαδίζοντα προς τα μεσόγεια. Ο Βούγκος δεν είπε περί τούτου λέξιν εις ουδένα, διότι εβαρύνετο να ομιλή.

Η μήτηρ τους απεκάλει &μεγάλον& και &μικρόν&. Ως δείγμα περί του τρόπου, καθ' ον συνεννοούντο προς άλληλα τα τέσσαρα ταύτα πρόσωπα, αρκεί να παράσχωμεν το εξής· Ο Βούγκος, έθετε τον σίδηρον εις το πυρ και ετραγώδει: Με το βαρειό, με το βαρειό, ξυπνά ο γύφτος το χωριό. Το χωριό, το χωριό. Τρα λα λα λα ρο λα ρο... Για το σφυρί, για το σφυρί, Τρελλαίνεται κι' η λυγερή. Λυγερή, λυγερή.

Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;

Οι πέντε άνθρωποι αντήλλασσον προς αλλήλους πληγάς με τα όπλα, με τας χείρας, με τους όνυχας. Ο Πρωτόγυφτος έκραξε μόνον·Μη χτυπάτε το γυιό μου! Αλλά δεν μετέσχε της συμπλοκής. Ο Βούγκος όμως δεν ηδυνήθη μέχρι τέλους να κρατηθή, και ερρίφθη και αυτός, όπως υπερασπίση τον Μάχτον. Ιδών το κίνημα τούτο, ο Πρωτόγυφτος ησθάνθη το νύγμα της μεταμελείας δάκνον την ψυχήν αυτού.

Πάντοτε καλόν, και μην έχης κακήν ιδέαν, Βούγκο. — Πώς θα με κάμης να πιστεύσω; — Δεν ειμπορώ. Αφού πρώτα πρώτα με είπες ψεύστην. Ο Βούγκος συνέστειλε τα χείλη, έσεισε την κεφαλήν και δεν εύρεν άλλην λέξιν να είπη. Άπορον δ' εφαίνετο και εις αυτόν ότι κατώρθωσεν ήδη να είπη τόσας, όπερ δεν ενθυμείτο αν συνέβη άλλοτε. Η τρίτη απουσία του Γύφτου παρετάθη επί μίαν εβδομάδα. Μήτηρ και υιός.

Την αυτήν εσπέραν ο Πρωτόγυφτος και ο συνοδοιπόρος του επανήλθον εκ της εκδρομής των. Η Γύφτισσα ετόλμησε να ερωτήση τον σύζυγόν της πού είχε μεταβή και διατί δεν ανήγγειλε προς αυτήν ουδέν περί της απουσίας του. Ο Πρωτόγυφτος ήρπασε την πρώτην πυράγραν, ην εύρε προχειροτέραν, και τη κατέφερε πληγάς. Ο Βούγκος σπεύσας εκράτησε την χείρα του πατρός του. — Διατί την δέρνεις, πατέρα; είπε.

Ευρέθη μουστερής δι' όλον τον χρόνον. — Αλήθεια; — Αλήθεια. Τρέξατε. Ο Μάχτος μετέβη προς την θύραν. Ο Βούγκος έμενεν έτι εντός, και ησχολείτο, κεκυφώς εις το έδαφος, εις την τοποθέτησιν εργαλείου τινός. — Πηγαίνετε λοιπόν γρήγορα, τρέξε, Βούγκο! Η μάννα σου φοβούμαι μη μας τον χαλάση με την ανοησίαν της. Σύρτε να του κρατήσετε συντροφιά.

Έρριψε τελευταίον τεθλιμμένον βλέμμα εις τα πράγματά του και ετράπη εις φυγήν, εγκαταλιπών εις την διάκρισιν του εχθρού τα βαρέλια, τας φιάλας, τα ποτήρια και προ πάντων το συρτάριον, όπου είχε τας πενιχράς εισπράξεις του. Μετ' αυτόν εξήλθον αμοιβαδόν ο εκατόνταρχος και οι στρατιώται άγοντες την Αϊμάν, είτα ο Μάχτος και ο Σκούντας, είτα ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και οι λοιποί.

Πλην του Μάχτου, όστις είξευρε να περιποιήται αυτήν στοιχειωδώς, προς ουδένα άλλον είχε συμπάθειαν. Ο Βούγκος, καίπερ λίαν αφελής τους τρόπους, μετείχεν ολίγον της βαναυσότητος του γέροντος. Η δε γραία θα ήτο ανεκτή, αν δεν είχε τους δύο μακρούς οδόντας κρεμαμένους έξω του στόματος.