United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εξομολόγησίς μου αυτή με απαλλάττει, ελπίζω, της απαριθμήσεως των άλλων, ως απηλλάγη ποτέ ομοίας απαριθμήσεως ο αφελής εκείνος δήμαρχος, όστις υποδεχόμενος τον βασιλέα του και δικαιολογουμένος ότι δεν διέταξε πυροβολισμούς επί τη ελεύσει του, ήρχισε μεν λέγων πανηγυρικώς, ότι εβδομήκοντα ήσαν οι λόγοι της ελλείψεώς του, προσέθηκε δε μετά τούτο εν πάση ταπεινότητι, ότι ο πρώτος αυτών ήτο η έλλειψις πυρίτιδος.

Βλέπεις παραδίδεται εις τον χορόν με όλην την καρδίαν, με όλην την ψυχήν· το σώμα της όλον είναι μία αρμονία. Είναι τόσον άφροντις, τόσον αφελής, ωσάν αυτό που έκαμνε να ήτο το παν ως να μη εσκέπτετο τίποτε άλλο, τίποτε να μη ησθάνετο· και εις την στιγμήν εκείνην βεβαίως όλα τα άλλα δεν υπάρχουν δι' αυτήν.

Και τα μεν καρφία εβυθίσθησαν εις τον βαθύν πυθμένα, αι δε σανίδες διεσπάρησαν εις το πέλαγος μεταβληθείσαι εις γιαλόξυλα. Και τότε πλέον ανέβη τον ανήφορον της αγοράς χωρίς να έχη υψηλά την κεφαλήν του ο αφελής ναυαγός. Είχε σύρει το κασκέτο του μέχρι των ώτων και ανέβαινε χωρίς να βλέπη σχεδόν, προσκρούων εις τα λιθάρια και τα καλδερίμια.

Διατί; ηρώτησε. — Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο; — Πού ακόμα! . . . με λέγει. — Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή; — Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα; Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος. Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής. — Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.

Εν μέσω της γαλήνης της φύσεως διεχύνετο ούτος, απλούς ήδη, άνευ περιστροφών, άνευ καμπών και αναπάλσεων, αφελής ως προσευχή, ως επίκλησις προς κάτι ον υπέρτατον, κατέχον όλας τας σκέψεις και όλην την ζωήν του αυλητού.

Ενώ ο Μιλέζος έβγαζε από ένα κουτί τους μακριούς σκούφους από μαύρο πανί και ο Έφις μετρούσε με ανοιχτή την παλάμη την περίμετρό τους, κάποιος άνοιξε την μικρή πόρτα που έβγαζε στην αυλή και στο βάθος, με φόντο γιρλάντες από αμπέλι, φάνηκε, καθισμένη επάνω σε μια μεγάλη πολυθρόνα, μια επιβλητική γυναίκα που έγνεθε ήρεμη σαν βασίλισσα του παλιού καιρού. «Να η πεθερά μου∙ ρώτησέ την να σου πει εάν αυτά τα σκουφιά δεν μου κοστίζουν εννιά πέζα», είπε ο Μιλέζος, ενώ ο Έφις δοκίμαζε ένα τραβώντας επάνω στο μέτωπό του το άνοιγμα του σκούφου και διπλώνοντας την κορυφή επάνω στο κεφάλι του. «Διάλεξες τον καλύτερο, δεν είσαι αφελής, όπως λένε!

Ήτον εκ των γυναικών εκείνων των εχουσών δευτέραν νεότητα, ανθηροτέραν της πρώτης· ωχρά, και αφελής, και άπλαστος, εφαίνετο άσχημη εκ πρώτης όψεως, αλλά μετά δεύτερον βλέμμα ανεκάλυπτέ τις εις το πρόσωπον της άφατον γλυκύτητα. Ήτο νύμφη και ιέρεια και γυνή. — Πούαυτόν τον κόσμο, εξάδελφε! μου λέγει. Η εξαδέλφη Μαχούλα είχεν ελαιώνα εις τα μέρη εκείνα.

Εις αυτούς τους στίχους φανερόνει τον χαρακτήρα του καθενός από αυτούς τους δύο άνδρας, ότι δηλαδή ο μεν Αχιλλεύς είναι κάπως ειλικρινής και αφελής, ο δε Οδυσσεύς πολυμήχανος και ψεύτης. Διότι παριστά ότι ο Αχιλλεύς λέγει αυτούς τους στίχους εις τον Οδυσσέα. Σωκράτης. Μα τον Δία, Ιππία μου, πλησιάζω να εννοήσω αυτό που λέγεις. Τον πολυμήχανον, καθώς μου φαίνεται, τον θεωρείς ψεύτην. Ιππίας.

Δεν νομίζεις ότι, αν φωνάξω αυτά και άλλα προς αυτούς, θα ωφεληθούν και θα γείνουν φρονιμώτεροι; ΕΡΜ. Είσαι πολύ αφελής. Δεν φαντάζεσαι πόσον η άγνοια και η απάτη τους διαφθείρει, και ούτε με τρύπανον δύνανται ν• ανοιχθούν τ' αυτιά των• με τόσον κερί τα έχουν βουλώση, όπως ο Οδυσσεύς έφραξε τα ώτα των συντρόφων του διά να μη ακούσουν το άσμα των Σειρήνων.

Καθ' ημέραν ανεκοίνου ο ένας προς τον άλλον ό,τι νέον έφερεν εκ του χωρίου του, τα όνειρα τα οποία έβλεπον την νύκτα, εξηγούντες αυτά διαφοροτρόπως και συνεζήτουν τα καθ' εαυτούς όλα. Μίαν ημέραν ο Μήτρος διηγήθη εις αυτήν την ζωήν του ολόκληρον, με δύο λόγια, συντόμως και αφελώς ωσεί αποτύπωσιν πιστήν αυτής, η οποία ήτο τω όντι σύντομος και αφελής.