United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α' ΑΝΗΡ Μα το θεό, στην αγορά τα έφερα στον ώμο για να τα δώσω, σύμφωνα με τον καινούργιο νόμο. Β' ΑΝΗΡ Για να τα δώσης; Α' ΑΝΗΡ Βέβαια.. Β' ΑΝΗΡ Δυστυχισμένε χάχα! Α' ΑΝΗΡ Πώς; Β' ΑΝΗΡ Πώς; και δεν το έννοιωσες; Α' ΑΝΗΡ Μα τι; δεν πρέπει τάχα στους νόμους να υποταχθώ; Β' ΑΝΗΡ Ποιους νόμους, δυστυχή; Α' ΑΝΗΡ Που έκαμαν παραδοχή. Β' ΑΝΗΡ Βρε, ποια παραδοχή; Είσαι λοιπόν τόσο κουτός;

Νέος Σωκράτης. Πώς όχι; Ξένος. Και βεβαίως ο καθείς ημπορεί να διχοτομήση το ξηροτροφικόν γένος της αγελαιοτροφίας. Νέος Σωκράτης. Πώς; Ξένος. Χωρίζων εις πτερωτά και πεζά. Νέος Σωκράτης. Πολύ ορθά. Ξένος. Και λοιπόν; Άραγε το πολιτικόν δεν πρέπει να ζητηθή εις το μέρος του πεζού; Ή δεν εννοείς ότι και ο πλέον κουτός αυτήν την γνώμην έχει; Νέος Σωκράτης. Μάλιστα. Ξένος.

Άρχεψε το φίδι! εσκέφθη η λυγερή, αδημονούσα. Και πάλιν επανήρχετο εις τας προτέρας σκέψεις της και πάλιν εδυσφόρει καθ εαυτής, κατά του σίτου, κατά του ανδρός της. Ότε είπεν εις αυτόν ότι είδε το φίδι εις την πατουλιά, εγέλασεν ούτος διά τον φόβον της και την είπε κουτήν. Αυτή ή ο Στάθης ήτο κουτός που δεν την ενόει; Φίδια η Σμάλτω, αληθινά φίδια, δεν εφοβείτο.

ΚΑΛΙΜΠ. Λοιπόν, καθώς σου έλεγα, συνηθάει να κοιμάται το απόγιωμα· αυτού μπορείς να του πετάξης τα μυαλά, αφού πρώτα του τσακώσης τα βιβλία του· ή του σπας μ' ένα κούτσουρο το καύκαλο, ή μ' ένα παλούκι του βγάνεις τάντερα· ή του κόβεις τον λάρυγγα με το μαχαίρι σου· μόνο θυμήσου ν' αδράξης πρώτα τα βιβλία του· γιατί άμα του λείψουν εκείνα, μένει ένας κουτός σαν κ' εμέ, και δεν έχει εξουσία απάνου σε κανένα πνεύμα.

Να, να! καλέ τι κουτός! τον Δία του Ολύμπου κοπανά! Να! σε τέτοια ηλικία πούνε τώρα, να πιστεύη στον Ολύμπιο τον Δία! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι γελάς γι' αυτό; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Που βλέπω πως παιδί εισ' απ' τώνα μέρος, μα στης σκέψεις είσαι γέρος. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ε, καλά λοιπόν, τι είνε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συ ωρκίσθης «μα τον Δία». ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Βέβαια.

Αυτή η κεφαλή η άδεια πενήντα λεπτά, αυτή η κεφαλή γεμάτη αέρα μια δραχμή . . . . Μια πεντάρα η πάπια, μια πεντάρα η χήνα, μια πεντάρα ο πετεινός. Όλα τα πουλερικά μια πεντάρα. Κι' όλα τα άλλα ζώα και τα ανθρωπάκια μια δεκάρα. — Τώρα τώκαμες ρόιδο! Στάσου να τα γράψω. — Τι κουτός που είσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε, και όσα θέλεις παίρνε.

Ποτέ δεν ζωγραφίζουν ό,τι βλέπουν, ζωγραφίζουν ό,τι το κοινό βλέπει και το κοινόν ποτέ δεν βλέπει τίποτε. ΚΥΡΙΛΛΟΣ. — Νομίζω πως θα μπορούσα τώρα ν' ακούσω μ' ευχαρίστηση το τέλος του άρθρου σου. ΒΙΒΙΑΝ. — Ευχαρίστως. Αν θα ωφελήση όμως σε τίποτε, αυτό δεν μπορώ πράγματι να το πω. Ο αιών μας είναι ασφαλώς ο πιο κουτός και πιο πεζός αιών που μπορούσε να υπάρχη.

Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . . — Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω! — Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε! — Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς; — Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι μακρύ. — Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου! — Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!

Zola, πιστός στην υψηλή αρχή που εκθέτει σ' έν' από τα φιλολογικά του προνουντσιαμέντα ότι «ο μεγαλοφυής άνθρωπος δεν έχει πνεύμα», είναι αποφασισμένος να δείξη ότι, αν δεν είναι μεγαλοφυής, είναι τουλάχιστον κοινός κουτός. Και πόσον τέλεια το καταφέρνει! Δεν του λείπει η δύναμη. Πού και πού, όπως στη Germinal λ.χ., υπάρχει κάτι το σχεδόν επικό στο έργο του.

Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική. — Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος. ...Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει. — Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.