United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ξέρω τι ζητώ και τρέχω ψωραλέος μετά του Περικλέτου.. στα χέρια μου κρατώ κρανίον Βασιλέως και καύκαλο επαίτου. Και χύνω άνω κάτω, κυττάζων τα ουράνια, 'στο πρώτο ρετσινάτο, 'στο δεύτερο σαμπάνια.

Δεν ήθελα όμως να είμαι ο Ληρ, παππού. Εξεφλούδισες το καύκαλό σου και από τα δύο μέρη, και δεν σου έμεινε μέσα τίποτε. — Ιδού, έρχεται το ένα ξεφλούδισμα, Εισέρχεται η ΓΟΝΕΡΙΛΗ. ΛΗΡ Τι έχεις, κόρη μου; Τι θέλει αυτό το σούφρωμα εκεί; Ωσάν να τα πολυσουφρώνης τώρα τώρα τα φρύδια σου. ΓΕΛΩΤ. Καλά την είχες, όταν δεν σ' έμελλε είτε τα σουφρώνει είτε όχι.

ΑΜΛΕΤΟΣ Εκείνο το καύκαλο μια φορά είχε γλώσσαν μέσα του, και ημπορούσε να τραγουδά· κύττα πώς εκείνος ο κακούρ- γος το πετά κατά γης ως να ήταν το σαγονοκόκκαλο του Κάιν, οπού έκαμε τον πρώτον φόνον! Ίσως ενδέχεται να ήταν η κεφαλή κανενός διπλωμάτη, και τούτος ο γάιδαρος τώρα τον καταδυναστεύει, — ανθρώπου ικανού να περι- πλέξη και τον Θεόν, — δεν ενδέχεται; ΟΡΑΤΙΟΣ Ενδέχεται, Κύριέ μου.

Ήταν μια ζηλειάρα, και είδε που ο άνδρας της είχε ένα γυναικείο καύκαλο κλεισμένο μέσ' το αρμάρι του, απ' την μανία της το έρριξε στο φούρνο και τόκαψε, κι' ο άνδρας της το είχε φυλάξει από περιέργεια, επειδή ήταν μάντις, κ' εγνώριζε να διαβάζη τα μυστικά γράμματα του ριζικού, και απόρησε σαν τι έμελλε να πάθη αυτό το κούτελο· κ' εκείνη, απ' τη ζήλεια της επίστεψε πως ήταν της παληάς αγαπητικιάς του, και σαν το είδ' εκείνος ύστερα που κάηκε, εκατάλαβε γιατί επάνω στο κούτελο ήτον γραμμένο· «έπαθα, τάπαθα· τα πάθω μέλλω

Είμαι δειλός; Αχρείον ποιος με λέγει; Ποίος το καύκαλο μου σχίζει; Ποιος την γενεάδα μου ανασπά και την πετάτο πρόσωπόν μου; Ποίος την μύτην μου τραβά; τον λόγον ποίος μου ψεύειτον λαιμόν ως τα λαγόνια κάτω; Ποιος μου τα κάμνει αυτά; Και όμως, θαρρώ, μου πρέπουν· καθώς το περιστέρι, εγώ χολήν δεν έχω, πίκραντην αδικιά, 'πού μ' έπνιξε, να χύση, αλλέως ήδη με του ανδράποδου τα σπλάχνα όλα τα όρνεα τ' ουρανού θα 'χα παχύνη.

ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, δεν τον μαντεύω. Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ 'Πού να τον θερίση η πανούκλα! τον παλαβόν, τον κα- κούργον! Μια φορά μου έσπασε ένα φλασκί κρασί του Ρή- νου εις το κεφάλι! Τούτο το ίδιο καύκαλο, Κύριε, ήταν του Τόρικ το καύκαλο, του γελωτοποιού του Βασιλέως. ΑΜΛΕΤΟΣ Τούτο; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Αυτό, αυτό. Τον εγνώρισα, Οράτιε· τι πνεύμα απέραντο εις το με- τώρισμα! τι εκλεκτή φαντασία!

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Διότι, Κύριέ μου, τα δέρμα του είναι τόσο εργασμένο από την τέχνην του, ώστε σου διώχνει το νερό διά πολύν καιρόν, και το νερό, ηξεύρεις, είναι φοβερός καταλύτης του βρωμερού κορμιού μας. Ιδού, πάλι ένα καύκαλο εδώ· τούτο το καύκαλο έμεινε από κάτω από την γην εικοσιτρία χρόνια. ΑΜΛΕΤΟΣ Τίνος ήταν; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ήταν ενός... υιού! Τι θεότρελλος ήταν! Τον μαν- τεύεις;

ΟΣΒ. Αμέσως άφησέ τον, ή σε σκοτώνω, κνώδαλον! ΕΔΓΑΡ Τράβα εμπρός, κύριε, και άφησε τους πτωχούς να περάσουν. Αν ήτο να κόπτουν ζωαίς τα παχειά λόγια, θα την είχα χαμένην την ιδικήν μου εδώ και δέκα πέντε 'μέραις. Έλα, μακρυά από τον γέρο, ει δε μη, τώρα δοκιμάζω αν είναι το καύκαλό σου δυνατώτερο από το ραβδί μου. Σου το λέγω παστρικά! Έξω, κοπρόσκυλο! ΕΔΓΑΡ Θα σου σπάσω τα 'δόντια! Κόπιασε!