United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να, εδώ είνε τα γράμματα, που γράφουν τη μοίρα μας, είπε δεικνύουσα τα ιερογλυφικά εκείνα σημεία της συναρμογής του μετώπου· εδώ είνε γραμμένο όλο το ριζικό μας. « Έπαθα, τάπαθα· τα μέλλω πάθω;» — Τι θα πη αυτό, μητέρα; ηρώτησεν η Ευθαλία. — Αυτό θα πη, κορίτσι μ', ξέρουμε τα όσα πάθαμε, μα δεν ξέρουμε τι μας μέλλει ακόμας.

Σας προλέγω ότι όταν θα χυθή το νερόν και θ' αποκαλυφθούν όσα μέλλω να είπω να μη περιμένετε τίποτε μέγα, άλλως, εάν σας απατήσουν αι ελπίδες σας, μόνον εαυτούς να αιτιάσθε.

Είναι αδύνατον, μου απεκρίθη εκείνη, να έβγης πλέον ταύτην την νύκτα, διότι όλες οι πόρτες είναι κλεισμένες μα πρέπει να ευχαριστήσης την τύχην σου, ότι χωρίς ετούτο δεν με ήθελες συναπαντήσει. Ω πόσον είμαι δυστυχής, εφώναξα, εγλύτωσα από τόσους κινδύνους, και πάλιν εμετάπεσα εις ένα χειρότερον, που μέλλω να χάσω την ζωήν μου χωρίς άλλο.

Και ηδύνασο συ να συμβουλεύσης την ένωσιν; είπεν ο Πλήθων. — Άπαγε, ουδ' αν μίαν ημέραν μέλλω να ζήσω. — Τότε διατί κατακρίνεις τον βασιλέα; — Δεν τον κατακρίνω διά τας πεποιθήσεις του, τον κατακρίνω μόνον, διότι τα παρ' αυτού εκλεγόμενα μέσα αντίκεινται προς τον επιδιωκόμενον σκοπόν. — Ορθώς λέγεις, είπεν ο Πλήθων. Αλλά δύναται να εύρη δυνάμεις αρκούσας; — Δύσκολον, αλλ' ουχί αδύνατον.

Γυναίκες! γυναίκες! είπεν εκείνος· τω όντι διά τα μικρά πράγματα φροντίζετε πάντοτε μέχρι πάθους. Εγώ δεν απήντησα. Ο ξένος μοι είπε μετά μικράν παύσιν·Μοι ορκίζεσαι ότι δεν θα εξέλθη εξ ακριτομυθίας λόγος εκ του στόματός σου, αν σοι είπω τι; — Σοι ορκίζομαι, απήντησα προθύμως, τείνουσα την χείρα. — Άκουσε λοιπόν. Άμποτε όσα μέλλω να σοι είπω να αποβώσι προς ευτυχίαν της μικράς ταύτης κόρης.

Δεν θα μου φανή λοιπόν ποσώς παράξενον αν πάθη τα ίδια και ο λόγος του Κάδμου. Φίλε μου, είπεν ο Σωκράτης, μη μου λέγης μεγάλους επαίνους, μήπως καμμία βασκανία αναποδογυρίση τον λόγον μου, τον οποίον μέλλω να είπω. Αλλά δι' αυτά μεν ο θεός ας φροντίση. Ημείς, αφού πλησιάσωμεν κατά τον Ομηρικόν τρόπον, ας δοκιμάσωμεν μήπως λέγεις τίποτε σωστόν.

Μην αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να κάμω τον Χόντζα να επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την επιμέλειαν θέλω βάλει διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον στενοχωρήσει εις τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα χίλια φλωριά θα σου τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην ανταμοιβήν δεν ζητώ από λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου κάμω παρά να κλίνης εις την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου εβγάλει τα χίλια φλωριά από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και εγώ άλλες δέκα χιλιάδες φλωριά.

ΑΚΑΔ. Όσα η συνήγορος είπεν υπέρ της Μέθης, ω άνδρες δικασταί, φαίνονται πολύ ορθά όπως ελέχθησαν• αλλ' εάν δόσετε ευνοϊκήν ακρόασιν και εις όσα μέλλω να είπω εγώ, θα πεισθήτε ότι ουδόλως την ηδίκησα. Ο Πολέμων ούτος, τον οποίον λέγει δούλον της, ήτο εκ φύσεως αγαθός και χωρίς καμμίαν ροπήν να γείνη μέθυσος, αλλ' εσυγγένευε και ωμοίαζε προς εμέ κατά τον χαρακτήρα.

Ας είνε, τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να μείνη, το λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με κάθε τρόπον μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και ο Καπετάνιος έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον εκατάλαβα ότι είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον τον κίνδυνον, παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, 560 και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα· ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων· ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη· και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν, όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, 565 και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν αληθινά τελεσφορούνεκείνον 'που τα βλέπει. πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθεεμέ δεν ήλθε· αχ! πόσην θα 'φερνε χαράεμέ καιτο παιδί μου. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε τοτον νου σου· 570 έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα αυταίς 'που κείνος έσταινετα μέγαρά του αξίναις δώδεκα όλαιςτην σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων, και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· 575 τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων· και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση, και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, 580 οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».