United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε λοιπόν, και αν μέτρια έλεγες καλά και αληθινά πράγματα, Πιττακέ, δεν ήθελά ποτε σέ κατακρίνη. Τώρα όμως, επειδή, εν ώ ψεύδεσαι δυνατά εις τα σπουδαιότερα πράγματα, νομίζεις ότι λέγεις την αλήθειαν, δι' αυτό εγώ σε κατακρίνω». — Αυτά μου φαίνεται, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπον εγώ, είχε προ οφθαλμών ο Σιμωνίδης και έκαμεν αυτό το ποίημα. Και ο Ιππίας είπε·

ΤΕΡΨ. Λοιπόν, αυτήν την τάξιν κατακρίνω• έπρεπε να γίνονται τα πράγματα ούτω πως, ώστε ο γεροντότερος ν' αποθνήσκη προτήτερα και μετ' αυτόν ο κατόπιν ερχόμενος κατά την ηλικίαν• να μη γίνεται δε καμμία παράβασις αυτού του κανόνος, και να ζη μεν ο υπέργηρως, ο οποίος έχει τρία δόντια ακόμη, μόλις βλέπει, στηρίζεται επί τεσσάρων υπηρετών διά να βαδίζη και τρέχει η μύτη του, είνε δε τσιμπλιασμένα τα μάτια του και δεν έχει πλέον καμμίαν απόλαυσιν, οι δε νέοι τον εμπαίζουν ως ζωντανόν τάφον, και ν' αποθνήσκουν προ αυτού οι ωραιότεροι και ευρωστότεροι νέοι.

Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε• «Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω, αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω εκείνον, οπού περισσήτους ξένους έχει αγάπη, 70 ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναιόλα η τάξι. κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη• πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία. τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον. μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75 τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικώντο σπίτι μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν• δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος, αν γευματίση πριν εβγήαπέραντο ταξείδι. και, αντην Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80 ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι, κ' εγώ σου γίνομαι οδηγόςταις χώραις των ανθρώπων• θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη, και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85

Και ηδύνασο συ να συμβουλεύσης την ένωσιν; είπεν ο Πλήθων. — Άπαγε, ουδ' αν μίαν ημέραν μέλλω να ζήσω. — Τότε διατί κατακρίνεις τον βασιλέα; — Δεν τον κατακρίνω διά τας πεποιθήσεις του, τον κατακρίνω μόνον, διότι τα παρ' αυτού εκλεγόμενα μέσα αντίκεινται προς τον επιδιωκόμενον σκοπόν. — Ορθώς λέγεις, είπεν ο Πλήθων. Αλλά δύναται να εύρη δυνάμεις αρκούσας; — Δύσκολον, αλλ' ουχί αδύνατον.

«Η γυνή, ηρώτησεν ο Κύριος, πού εισιν εκείνοι οι κατήγοροί σου; Ουδείς σε κατέκρινεν;» «Ουδείς, Κύριε». Ήτο η μόνη απόκρισις την οποίαν τα χείλη της ηδύναντο να εύρωσι δύναμιν ν' αρθρώσωσι· τότε δε έλαβε την χαριτόβρυτον, αλλά και ανιχνευτικήν καρδίας άδειαν ν' απέλθη. «Ουδ' Εγώ σε κατακρίνω. Πορεύου, και μηκέτι αμάρτανε».

Είσαι αξιολύπητος μόνον διότι δεν θέλεις να πεισθής, και ουχί δεν θέλεις, αλλά δεν δύνασαι, δεν έχεις την ικανότητα να πεισθής. Ως προς τούτο δεν σε κατακρίνω. Ο άρχων μου είνε δίκαιος, εψιθύρισεν ο Γύφτος, και αποκαλύψας το πρόσωπον, εθεώρει τον άνδρα τούτον με ήθος τι δεισιδαιμονίας και θάμβους μεστόν. Έχεις δίκαιον να μη δύνασαι να εννοήσης, επανέλαβεν ο άρχων.

ΠΟΛ. Μάλιστα, διότι ουδέ τούτο θα μου δώση βάρος. ΔΙΟΓ. Λοιπόν ειπέ τους εν γένει να παύσουν να φλυαρούν και περί όλων να φιλονεικούν και να φυτεύουν κέρατα εις αλλήλους και κροκοδείλους να κατασκευάζουν και με τοιαύτα αλλόκοτα αινίγματα να εξασκούν τάχα τον νουν. ΠΟΛ. Αλλά θα 'πουν ότι εγώ είμαι αμαθής και ανάξιος διά να κατακρίνω την σοφίαν των.