United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτως εκτός του θάμβους και της απορίας ενυπήρχεν οίκτος και μικρά δόσις περιφρονήσεως εις παν ότι εσκέπτετο περί των χριστιανών. Έβλεπεν αυτούς ως πρόβατα πραωρισμένα θάττον ή βράδιον να γίνουν βορά των λύκων και ο ρωμαϊκός χαρακτήρ του δεν παρεδέχετο να ανέχεται να καταφαγωθή.

Η γραία αφήκε κραυγήν θάμβους και φόβου·Μπα!.... τ' είν αυτό, πουλάκι μ'; Εδείκνυε τα αραιά διαλείποντα οδόντια, και τα χάσματα των οφθαλμών του κρανίου. Η Ευανθία εκάλεσεν εις επικουρίαν όλην την ετοιμότητα του πνεύματός της.

Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς της και είδε τα περί αυτήν, έμεινε χαίνουσα υπό θάμβους και άλαλος εκ της εκπλήξεως προς όσα εκύκλουν αυτήν θαύματα τέχνης και πλούτου. Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού, και εκρότει τας χείρας ως παιδίον.

Είσαι αξιολύπητος μόνον διότι δεν θέλεις να πεισθής, και ουχί δεν θέλεις, αλλά δεν δύνασαι, δεν έχεις την ικανότητα να πεισθής. Ως προς τούτο δεν σε κατακρίνω. Ο άρχων μου είνε δίκαιος, εψιθύρισεν ο Γύφτος, και αποκαλύψας το πρόσωπον, εθεώρει τον άνδρα τούτον με ήθος τι δεισιδαιμονίας και θάμβους μεστόν. Έχεις δίκαιον να μη δύνασαι να εννοήσης, επανέλαβεν ο άρχων.

Το σιτάρι ήτο όντως εύμορφον, μεγαλόκοκκον και χρυσόξανθον, σιτάρι της Αίνου, κ' εκίνησεν αμέσως την προσοχήν του ναυκλήρου, όστις εκόλλησε, θαρρείς, επάνω λαίμαργον το βλέμμα του. Ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε τα πραΰνεται τότε η ανήσυχος μορφή του. Η ψυχή του εγαληνίασε, και εις τους οφθαλμούς του τους θαμβούς έλαμψαν αίφνης αστραπαί παραμυθίας . . .

Η αρχιτεκτονική και ο διάκοσμος της αιθούσης διετράνουν την επιθυμίαν της προκλήσεως θάμβους. Οι αρχιτέκτονες πολύ ολίγον απησχολήθησαν με ό,τι καλείται εις την τεχνικήν διάλεκτον διακοσμητική ενότης, η οποία δεν είχεν εδώ τον ακριβή χαρακτήρα ουδεμιάς εθνικότητος.

Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και της επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού του στομάχου, και ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο ταψίον.

Ο Κ. Πλατέας εστραυροκοπήθη προς ένδειξιν του θάμβους το οποίον τον κατείχε. — Κύριε ελέησον, είπε! Διά τον Κον Μητροφάνην και τας θυγατέρας του ήτο όλη αυτή η ιστορία! — Με συγχωρείς, απεκρίθη ο Λιάκος μετά φωνής προδιδούσης εισέτι την συγκίνησίν του. Δεν ήθελα να υποθέσουν ότι ομιλούμεν περί αυτών. — Μνήσθητί μου, Κύριε! Και δεν μου λέγεις ότι είσαι ερωτευμένος! — Ω ναι!

Τον ηρώτησα εάν νομίζη καλόν να προσφέρω ανά μίαν γλώσσαν χαβιαρίου εις τους δημογέροντας. ― Χάρισμα ; ηρώτησε μετά θάμβους ο Παντελής. ― Χάρισμα, απεκρίθην. ― Τότε μη φοβάσαι, Λουτσή. Ιδικούς σου τους έχεις. Και εξέθεσε διά μακρών τα πολιτικά του χωρίου.

Εκ του μυστηριώδους τούτου θάμβους του ληστού, η Γερακούλα κατά παράδοξον αντίθεσιν ήρχισε ν' αναλαμβάνη θάρρος. Ο άγνωστος της εφαίνετο ως άνθρωπος δυνάμενος να ληστευθή παρά να ληστεύση. Διέκρινεν ήδη η Γερακούλα και τα κομβία της στολής του και το λευκόν βασιλικόν στέμμα επί του στρατιωτικού πίλου του.