United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την εσκότωσα διά να την πωλήσω. — Κύριε ελέησον! εφώναξεν ο φαρμακοπώλης, Τρελός είσαι; Μη τα λέγεις αυτά, διά να μη σε σκοτώσουν και εσένα! Και ήρχισε να του λέγη ότι ήτο κακός άνθρωπος, και ότι έπρεπε να τιμωρηθή. Ο δε μεγάλος Κλώσος τόσον ετρόμαξεν, ώστε έτρεξεν έξω από το φαρμακοπωλείον, επήδησεν εις την άμαξαν εμάστιξε τα άλογα και έφυγε.

Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να 'ξυπνήση. — Τι τρέχει; Τι τον θέλεις; — Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει. — Κύριε ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά.

Τίποτε γω. Μαύρη πέτρα πίσω μου κ' έφυγα. Στη Μαρσίλια λαβαίνω γράμμα. «Το Μοσχαδώ αρρώστησε απ' τον καϋμό της». Κύριε ελέησον. Να μην τα πολυλογούμε, γυρίζω, — τα ίδια πάλι. «Δεν πονηρεύομαι, είμαι μικρή ακόμα». Ξαναγυρίζω. Πέντε χρόνια κοντολογής. Στέγνωσα στα πόδια μου. Ο Καπετάν Βαγγέλης άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Στο τέλος ξέσπασε. — Μέγας είσαι, Κύριε, μ' αυτά τα θηλυκά!

Ν' αγριέψη ο κόσμος και νάχουμε φασαρίες!.. Έτρεξε πίσω από τους παπάδες, δίπλα στο κόνισμα κ' έδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Όταν φώναζε το πλήθος το «Κύριε ελέησονάνοιγε το στόμα, το φώναζε κ' εκείνος δυνατά, ρυθμικά και μονότονα. Μόλις άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τ' άρχιζε κ' εκείνος και δεν έπαυε αν δεν έπαυαν πρώτα οι άλλοι.

Ο Γιάννης χώθηκε ανάμεσα στα μνήματα προσέχοντας μη δρασκελίση κανένα, και μη σκοντάψη σε κανένα Σταυρό. Εκεί που πήγαινε, χώρια από το πλήθος των Επιταφίων, που έκραζε ακατάπαυτα «Κύριε ελέησον», περβατώντας ανάμεσα στες νεκρικές κατοικίες, απάντησε ένα σβυστό μνήμα.

Μα τώρα ενόμιζε πως ήταν υποχρεωμένος κι αυτός να φανή άξιος· να κάμη όσο μπορούσε μεγαλείτερη την υποδοχή του. Για τούτο δεν έπαυε να παρακινή τους άλλους να δείξουν με ξελαρυγγιάσματα τη χαρά τους. — Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά! — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Βγαίνει αμέσως φωνή από το πλήθος και σκεπάζει τη φλυαρία του τζίτζικα.

Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Ο έπαρχος προσήλωσεν ερωτηματικώς τους οφθαλμούς εις την γραίαν θέσας τον δείκτην επί του μετώπου του και σαλεύσας έπειτα επανειλημμένως την ανοικτήν χείρα. Η χειρονομία εσήμαινεν ευκρινώς·Μη δεν είναι εις τα σωστά του;

Μην απελπίζεσαι, άνθρωπε! Τόσοι και τόσοι ιατρεύθησαν. Να σου τους ονοματίσω πάλιν ένα κ' ένα; Μάτια είχαν κ' εκείνοι, καθώς εσύ. Τα έχασαν και τους τα έδωκε πάλιν ο Θεός. — Ελέησόν με ο Θεός.... — Σου είπα, Γιάννη, να μη το λέγης αυτό! Λέγε το μέσα σου και ο Θεός τακούει. — Θέλω να τακούω κ' εγώ. Ξεθυμαίνω. — Λέγε το λοιπόν να ξεθυμαίνης! Και ηγέρθη η Κυρά Λοξή μετά τινος ανυπομονησίας.

Όσοι χριστιανοί είχον διαφύγει τον διωγμόν ήσαν εκεί συνηγμένοι και προσηύχοντο κραυγάζοντες: «Κύριε, ελέησον ημάς!» Ο Πέτρος είχε γονυπετήσει μεταξύ αυτών υπό τινα σταυρόν καρφωμένον εις τον τοίχον. Προσηύχετο. Ο Βινίκιος διέκρινε μακρόθεν την λευκήν κόμην του και τας ανατεταμένας χείρας του.

Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την τραπεζαρίαν. — Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός. — Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός! Ο Γιάννης εσιώπησεν. — Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν.