United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπα-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χατονομίσματα, και δεν είξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον κ' εφώναξε τον Αντώνην τον Βλάχον·Πάτερ Αβραάμ! . . . ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!

Μη μου αρχίσης πάλιν εκείνο το Ελέησόν με ο Θεός , υπέλαβεν η γραία μετά ζωηρότητος. 'Σ την ψυχήν μου κάθεται! Κ' έπειτα σ' ακούει ο κόσμος και θαρρούν πώς είσαι αλήθεια του ελέους! — Και δεν είμαι του ελέους; είπεν ο τυφλός μελαγχολικώς. — Ουφ!

Ο Φραγκούλας ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου, μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίαςόπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματοςόλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ-Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγη κι' αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη.

ΡΩΜΑΙΟΣ Πηγαίνω· όχι να ιδώ το θέαμα που λέγεις, πλην μόνον διά να χαρώ την λάμψιν που μ' ευφραίνει. Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου. Τι έγεινεν η κόρη μου; Την κράζεις, παραμάνα; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν είν' εδώ; Τι έγινε! — Αρνάκι μου, πουλί μου! Κύρι' ελέησον, καλέ!... πού είσαι; Ιουλιέτα! ΙΟΥΛΙΕΤΑ, εισερχομένη. Τί είναι; ποιος με κράζει; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Η μητέρα σου. Εδώ είμαι, μητέρα μου· τι ορίζεις;

Δύο κρανία γυμνά, τα οποία ευρέθησαν εκεί ως παραπεταμένα, ίσως διότι δεν ηξιώθησαν εντίμου ανακομιδής και τριτοετούς μνημοσύνου, κατεσυνετρίβησαν από την χάλαζαν των πληγών, όσας υπέστησαν από τας εξαγριωθείσας κνήμας. Η θεια-Συνοδιά, βλέπουσα το παράδοξον θέαμα, εδοκίμαζε να κάμη τον σταυρόν της κ' εψιθύριζε: Κύριε ελέησον!

Φορένεται η Αριάδνη τη χλαμύδα και ξεκινάει με τη συνηθισμένη βασιλική συνοδία, κι ο Πατριάρχης μαζί τους. Έρχεται η Βασίλισσα και θρονιάζεται απάνω στο «Κάθισμα». Φωνάζει ο λαός κι ο στρατός, «Αριάδνη Αυγούστα, συ νικάς. Ευσεβή Κύριε, ζωήν αυτή. Πολλά τα έτη της Αυγούστης. Ορθόδοξον Βασιλέα τη ΟικουμένηΒούηξαν έπειτα τρία «Κύριε ελέησον » απ' άκρη σ' άκρη του ιπποδρομίου.

Ο καπνός για να μη ξαναγυρίσωτην πατρίδα. — Κύριε ελέησον! Επανέλαβεν ο φίλος μου. » — Παναγία μου Πορταΐτισσα! είπε και ο καπετάν-Μαμμής. Και ανέγνωσε πάλιν. «Ο παπά-Σεραφάκος εξηκολούθει ψάλλων τώρα τα μεγαλυνάρια: Την υψηλοτέραν των Ουρανών . . . Από των πολλών μου αμαρτιών . . . Δέσποινα και μήτερ του λυτρωτού . . . Άλαλα τα χείλη των ασεβών . . . Τότε έβαλον κραυγήν και έμεινα άφωνος.

Το εγκαινίασε τότες με παράταξη, «του Ιερέως μετά της λιτής παρεστηκότος και μετά κραυγής το Κύριε Ελέησον βοώντος εκατοντάκις». Μα και στο Φόρο είχε δυο παρόμοια μνημεία στημένα, μια κολώνα της Ελένης και μια δική του με σταυρό απάνω και μ' επιγραφή «Είς Άγιος, είς Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός, Αμήν». Και στη Βασιλική Πύλη άλλος αδριάντας του Κωσταντίνου, που τον παράσταινε κάμνοντα την προσευκή του.

Άμα εκάθισεν ο γέρων, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας·Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Η φωνή του ήτο τόσον βροντώδης και θλιβερά συνάμα, ώστε η μικρά εφοβήθη και επλησίασεν όσον ηδύνατο περισσότερον εις την μητέρα της, η οποία επροσπάθει να την πείση να μη ανασηκώνη τον επίδεσμόν της. — Ησύχασε, εψιθύρισεν, ησύχασε. Δεν είναι τίποτε. Πονεί ο καϋμένος!

Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγει·Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».