Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Διήλθεν άνωθεν του χορού, προ των βαθμίδων του βήματος, κ' επλησίασεν εις ένα νέον δημοδιδάσκαλον, όστις εσυνήθιζε να ψάλλη και κατά την κηδείαν αυτήν ίστατο αριστερά βοηθών τους ιερείς, εις τον στίχον «Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου σου», τον οποίον επανελάμβανεν εκ περιτροπής ο ψάλτης. Ο Φραγκούλας αλλοκότως εγέλασε, και είπε με φωνήν σχεδόν ακουστήν·
Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε: — Τάμαθες, πατέρα; . . . Θα παντρέψουμε τ' Αργυρώ μας. . . Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είνε πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ' Αργυρώ μας . . . για να μην κακιώση ο γαμπρός! . . . Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ' εφιλιώθη με την σύζυγόν του.
Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήτον χθες, ο γέρο- Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις το ύπαιθρον.
Άλλως είξευραν ότι ο ιδιοκτήτης του μικρού σκάφους είχε συνήθειαν να κοιμάται κατ' οίκον, η δε οικία του δεν είχε το πλεονέκτημα να είνε παραθαλασσία. Το κόττερον ήτον «νέο σκαρί», και ο καπετάνιος του ήτον «νειόγαμπρος». Μόνον υπήρχον εντός του πλοίου ο σύντροφός του, γέρων ναυτικός, ο Κώτσος ο Φραγκούλας, όστις είχεν έργον να φυλάττη το πλοίον.
Εσχάτως του είχον παρουσιασθή, πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφίων ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι' όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν, έδιδον αρκετόν εισόδημα.
— Και αν δεν ήλθεν ο Φραγκούλας, εσκέφθη, θα τ' άναψαν αι γυναίκες τα κανδηλάκια και θα εθυμίασαν. Εκείνας τας ημέρας οπού τόσον εφημίσθη τα βρυκολάκιασμα της Κουκκίτσας εσυνάζοντο εκεί κάθε βράδυ ενωρίς, πολλαί γυναίκες από περιέργειαν. Ο παπά-Κονόμος έμενεν ήδη αρκετήν ώραν εις τα στασιδάκι του, ότε, νύκτα βαθεία, ακούει κτύπον απέξω, κτύπον χονδρόν πίπτοντος κατά γης δεματίου ξύλων.
— &Ανάθεμα& στην ψυχήν του δούλου σου; Τι λες, δάσκαλε; Ο ψάλτης του ένευσε μόνον να σιωπήση. Και με κυκλοτερές βλέμμα προς τους άλλους, τους εσύστησε να μη δώσουν προσοχήν, διά να μη γίνη χασμωδία. Ο Φραγκούλας μετ' ολίγον και πάλιν επανέλαβε· — Τι τους ψαίλνετε;... Τι τους κάνετε νάνι-νάνι;... Όλοι στ' ανάθεμα θα πάμε!... Ο διδάσκαλος και πάλιν του ένευσεν αυστηρώς. Και ο Κώτσος απεμακρύνθη.
Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
Ναι, ο Φραγκούλας ήτο γέρος, και ημπορεί να ήτο σχεδόν ανίκανος, παράξενος, στραβός, μισοπάλαβος, αλλοίθωρος, αλλόκοτος και αλλόφρων. Τον είχε διώξει η γυναίκα του. Επί τινα χρόνον έμενεν εις ένα κατώγι, διά ψυχικόν. Επήγαινε με της βάρκες, εις ψάρευμα ή μικρούς ναύλους, αλλά συνήθως εξενυχτούσε στο κατώγι.
Βλέπων δε ατενώς ο Παπά-Κονόμος προς τα φεγγοβολούντα κανδηλάκια εψιθύρισεν: — Ο ρακένδυτος Φραγκούλας θα ήλθε. Προς τας ελαφράς της αύρας πνοάς, η φωτίτσαις των κανδηλίων έπαιζον σειόμεναι ρυθμικώς· του εφάνη δε τότε πως έπαιζαν και τα ματάκια των εικόνων σαν ζωντανά. — Δεν τω έκαμε πλέον εντύπωσιν η τάξις και η ευπρέπεια του ναΐσκου, και δεν ηπόρει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν