United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος επί τέλους έδυσε διασχίζων με τας τελευταίας του ακτίνας τα επί μάλλον και μάλλον πυκνούμενα νέφη, η δε αύρα, ήτις μέχρι προ ολίγου μας εδρόσιζε, μετεβάλλετο ήδη εις πνοάς διακεκομμένας ανέμου βιαίου. Η εσπέρα προσελάμβανεν όψιν αγρίαν.

Οι δύο άνεμοι μόνον αφορμήν περιέμενον, όπως δοθώσιν εις την παιδιάν ταύτην, και ενώσαντας τας δύο ισχυράς πνοάς των εις μίαν και μόνην, ήρχισαν ευθύς να φυσώσι μανιωδώς. Τότε συνέβη φοβερά αλλοίωσις επί του προσώπου της θαλάσσης.

Εγερθείσα εν τω άμα εστάθη προς στιγμήν ακίνητος με τα μεγάλα μάτια της η Βγένα, η καπετάνισσα, υψηλή και εύσωμος γυνή, ατενώς προβλέπουσα τα μεγάλα της Παναγίας της Λημνιάς μάτια, τα οποία ήσαν τα μόνα ακίνητα τόσην ώραν εκεί οπού όλα εκινούντο φρίσσοντα υπό τας τρομώδεις του ανέμου πνοάς. Εστάθη ακίνητος με τα ακίνητα μάτια της, σαν να ωμίλει με τ' ακίνητα της εικόνος μάτια.

Η θαυμασία της Ελβετίας φύσις περιάγει τον θεατήν από εκπλήξεως εις έκπληξιν ανά παν βήμα· γραφικαί κοιλάδες και τοπεία, μαγικαί λίμναι, δάση, αλύσσεις χιονοσκεπών ορέων, καταρράκται, παράδοξα φυσικά φαινόμενα, τέλος και προ πάντων παγερός των αλλεπαλλήλων Παγώνων κόσμος, ανακαλών την εποχήν, καθ' ην άπασα η Ευρώπη ήτο κεκαλυμμένη υπό πάγων και, ως λέγει ο Agassiz, σιγή θανάτου εβασίλευε και αι ακτίνες του ηλίου εάν έφθανον έως εκεί, εχαιρετώντο μόνον από τας πνοάς του βορείου ανέμου και από τους βρόντους των διανοιγομένων επί των πάγων ρηγμάτων.

Ο λιμήν της κώμης, εστραμμένος προς νότον, είναι ασφαλής και διπλούς, έν δε μέρος μόνον αυτού ανοικτόν εις τον σιρόκον, εκάστοτε από τον άνεμον τούτον υποφέρει, ιδίως τους φθινοπωρινούς μήνας ότε συχνά υπόκειται εις τας παραφόρους πνοάς του.

Το άγαλμα της Αρτέμιδος ανατραπέν εκ βάθρων, ως εκ του επισυμβάντος σεισμού, τους είχε θρυμματίσει αμφοτέρους. Αι δύο νεαραί μορφαί εφαίνοντο βλέπουσαι προς αλλήλας, εγγύθεν αλλήλων απτόμεναι, και είχον εκπέμψει ομού τας δύο υστάτας πνοάς. Το πρόσωπον του Μάχτου έφερε πρόδηλα τα ίχνη της πρώτης και τελευταίας ευτυχίας, ην απέλαυσεν επί της γης. Το πρόσωπον της Αϊμάς εξέφραζεν οδύνην και πικρίαν.

Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν: — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή. Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη: — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!

Βλέπων δε ατενώς ο Παπά-Κονόμος προς τα φεγγοβολούντα κανδηλάκια εψιθύρισεν: — Ο ρακένδυτος Φραγκούλας θα ήλθε. Προς τας ελαφράς της αύρας πνοάς, η φωτίτσαις των κανδηλίων έπαιζον σειόμεναι ρυθμικώς· του εφάνη δε τότε πως έπαιζαν και τα ματάκια των εικόνων σαν ζωντανά. — Δεν τω έκαμε πλέον εντύπωσιν η τάξις και η ευπρέπεια του ναΐσκου, και δεν ηπόρει.