United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε κακό φεύγει, εψιθύρισεν αποφθεγματικώς ο μπάρμπ’- Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε σηκωθή από την πεζούλαν και ίστατο στηριζόμενος επί της βακτηρίας του, έξω της θύρας του ναΐσκου. — Κανείς σας, δεν ήρθε να ξομολογηθή αυταίς της ημέραις. Αχ! οι γονείς σας δεν ήσαν τέτοιοι . . . Αχ! οι παληοί, οι παληοί! — Οι παληοί, οι πρωτινοί, ήταν άνθρωποι, είπεν επιβεβαιωτικώς η θεία τ' Αρετώ.

Παρ' ολίγον να προδοθή ο πονηρός, διά το προηγηθέν επεισόδιον του ναΐσκου, διά τούτο εις το πάλιν εδάγκασε την γλώσσαν του. Τωόντι. Η σκούνα, την οποίαν εις το βουνόν είχε παρατηρήσει η συνοδός της γραίας, είχε καταπλεύσει, κυβερνωμένη υπό του αγνοουμένου υιού του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα-Παπαργυρού και ηγκυροβόλησε κάτω από το μέγαρον.

Ίσως συνετέλεσε και η έκτακτος δροσερά άνοιξις του έτους εκείνου του αλησμονήτου. Τα αηδόνια είχαν έλθει τόσον εγγύς εις την κωμόπολιν, ώστε μερικά αφόβως εισέδυσαν και εις το πυκνόν του ναΐσκου κηπάριον και συνώδευον και εκείνα με την μαγευτικήν μελωδίαν των το γλυκύλαλον «Χριστός Ανέστη». Το καέν θυμίαμα, υπάρχουν στιγμαί, που νομίζω πως το αισθάνομαι ακόμη κατά τινα μυστικήν όλως απάτην.

Τι έχεις, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις. — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι! Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις τοιαύτας περιστάσεις.

Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι πτωχός ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεωςΚαι να περιγράφης το εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν διήγημα, το οποίον να είνε όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης.

Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλιν το ρέμμα-ρέμμα εις τα οπίσω εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Άγ. Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει.

Ανεπαύθη κ' ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του Αγίου Δημητρίου, σιμά εις την πελωρίαν κοκκινομωρέαν και παρακάτω από τον τεράστιον σχοίνον, κυρτόν εν είδει καλύβης και αποστάζοντα δάκρυ λιβάνου, και αντικρύ εις την ωραίαν και τόσον ζωηράν εικόνα του Αγίου, την επί του ανωφλίου του ναού.

Η συντέκνισσα είχε φέρει από το καλύβι, εντός καλάθου, μίαν φιάλην γεμάτην . . . όχι γάλα, αλλά καθαρόν νερόν, από το αγίασμα των Ταξιαρχών, το αναβλύζον υπ' αυτό το ιερόν βήμα του εξοχικού ναΐσκου. Διηγήθη εν ολίγοις εις την πρεσβυτέραν ότι η κόρη της, η Κρατήρα, ήτις είχεν υπανδρευθή προ τριών ετών, εγέννησε την νύκτα αυτήν το δεύτερον παιδί της, αγόρι.

Και έπειτα να λούση την κατάμαυρον πλουσίαν κόμην της μέσα εις την δροσεράν πηγήν του Αγίου Γεωργίου, της οποίας το ύδωρ διαυγές και ηγιασμένον αναβλύζει από μέσα από το άγιον βήμα του ναΐσκου. Να πλύνη το πρόσωπόν της τωχρανθέν από τον πόνον και την κάκωσιν.

Ήτον μία μεγάλη εικών της Θεοτόκου, αρχαϊκή, με ανδρός χαρακτήρας, με πρόσωπον το διπλάσιον του φυσικού, με μεγάλους, πολύ μεγάλους οφθαλμούς, και με τον Χριστόν, έν βρέφος με παμμεγίστην κεφαλήν, φορούν χιτώνα επίχρυσον, φωτεινόν, τον «αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον». Είτα άναψε φωτιάν εις το στενόν, μεταξύ δύο ερειπίων, αντικρύ του ναΐσκου, και κατέμπροσθεν εις την θύραν του οικίσκου της.