Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Σεπτεμβρίου 2025
Ο μπάρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε φθάσει αρτίως κ' εκάθητο επί της πεζούλας, έξωθεν του ναΐσκου της Παναγίας, περιμένων να έλθη ο παππα-Μπεφάνης, διά να διαβάσουν τον εσπερινόν — ήτο δε τότε η ημέρα του αγίου Στεφάνου, τρίτη από των Χριστουγέννων — επρότεινε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν λεπτόν αλλά γερόν σχοινί, να κάμουν θηλειάν, τεχνικά, εις την άκρην και να το ρίψουν κάτω, διά να τραβήξουν τας δύο αίγας.
Αύτη ήναψεν επτά κηρία εις τα δύο μανουάλια του ναΐσκου, εμπρός εις τας εικόνας του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, και της Αγίας Αναστασίας. Εφαίνετο, ότι ήθελε μετά την αναχώρησιν του παπά, να τελέση αυτή νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη.
Αλλ' η λευκόπεπλος παρθένος διεξέφυγε σαν αέρας, από τας αγκάλας του γηραιού εφημερίου, του οποίου αι χείρες θλιβερώς επλατάγησαν μέσα εις την γαλήνην εκείνην του ναΐσκου. Κ' ευρέθη τότε η μεν έκπαγλος κόρη ισταμένη μεγαλοπρεπώς προ της Αγίας Πύλης και βλέπουσα προς τον ναόν ως θέλουσα να ομιλήση, ο δε παπά-Κονόμος, γονατισμένος κάτω εις τας πλάκας. Ο γέρων βοσκός έτρεμε διαρκώς.
Ήσαν εικόνες τέσσαρες και αι τέσσαρες στολισμέναι με λουλούδια φρέσκα, προ μικρού κοπέντα από το κηπάριον της μικράς αυλίτσας του ναΐσκου.
Εύρε δε την ομάδα των επτά ή οκτώ ανθρώπων, έξω της θύρας του ναΐσκου της Παναγίας, ακριβώς καθ' ην στιγμήν η θειά τ' Αρετώ ηύχετο εις τον Στάθην να είνε άξιος ο μισθός του. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Αγκούτσας. Ο Περηφανάκιας, του οποίου η γλώσσα ήτο καταληπτή εις τον Αγκούτσαν, του διηγήθη εν ολίγοις τα τρέχοντα.
Και φωναί, και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και ευχαί και προπόσεις, και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων κυψελών, εκεί εις τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα κηρία αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ώ ο Παπα-Μακάριος, κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — έγραφε τα ονόματα έχων χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις εφεγγοβόλει από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίων — τον χρόνον μίαν φοράν ο καϊμένος — .
Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη. Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186 . . . εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ' ερρέμβαζεν.
Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου, κ' εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον . . . Και τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, και τώρα ήτο πενηνταπέντε.
Τας φωνάς είχον ρήξει ο είς των αιπόλων, και ο είς των υλοτόμων, οίτινες έτυχον καθήμενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικώς του ναΐσκου. Διά των φωνών τούτων είχον απαντήσει είς τινας κραυγάς ελθούσας απ' αντικρύ, εκ της θαλάσσης. Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρούπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν