Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου, κ' εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον . . . Και τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, και τώρα ήτο πενηνταπέντε.

Παρήλθε πολλή ώρα χωρίς να το εννοήση ότε ο σύζυγος ηγέρθη, απέβαλε κοιτωνίτην και σκούφον, έπλυνεν επιμελώς, επί πολύ, το στόμα μ' ένα ρευστόν, του οποίου η ευωδία έφθασε μέχρις αυτής και της εγαργάλισε τους ρώθωνας, — τόσον ήτο δυνατή, — εφόρεσε τον επενδύτην και τον πίλον του κ' εκινήθη προς αναχώρησιν.

Ο Κ. Μελέτης περιβεβλημένος μακρόν ποδήρες φόρεμα, με σκούφον νυκτικόν επί κεφαλής, διήρχετο την αίθουσαν επιστρέφων προς το δωμάτιόν του, εις δε το άκρον της αιθούσης, επί των πρώτων βαθμίδων της κλίμακος, δύο μορφαί γυναικείαι κατέβαινον. Ανεγνώρισα όπισθεν την Κυρίαν Σοφίαν. Η άλλη ήτο νέας γυναικός μορφή. Και αι δύο κατάμαυρα ενδεδυμέναι. Δεν ήσαν βεβαίως φαντάσματα ούτε εξωτικά.

ΒΑΣΙΛΕΑΣτης νεότητος τον σκούφον απλό γαϊτάνι, και όμως χρήσιμο στολίδι· ότ' η φαιδρή και αμελημένη ενδυμασία 'πού η νεότης φορεί, την χάριν της αυξαίνει, καθώς η γούνα και τα μαύρα ρούχα δίδουν υγείαν κ' ήθος σοβαρό του ωρίμου ανθρώπου.

Κυλίμια χρωματιστά εύμορφα είναι στρωμένα κάτω εις τον χθαμαλόν σοφάν, κατέναντι της εστίας, όπου ακκουμβισμένος επί μαλακού προσκεφαλαίου πεπληρωμένου πτίλων αναπαύει τα θερμανθέντα πλέον μέλη του ο Μπάρμπα Σταύρος, λευκόν φορών εσώβρακον, λευκόν σαν το χιόνι, λευκασμένον την άνοιξιντον Μέγαν Γιαλόν υπό της καθαράς και σεμνής νοικοκυράς Κρατήρας, και λευκόν ωσαύτως σκούφον μάλλινον εις την κεφαλήν κυρτούμενον και κλίνοντα όπισθεν και απολήγοντα εις μαλλίνην λευκήν ωσαύτως φούνταν.

Εκεί οπού εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του και εξετίναζεν ολόβρεκτα τ' άσπρα μαλλιά του, του εφάνη ότι ακούει φωνήν. — Παπά! Να βάλω τραπέζι; Πετιέται αμέσως επάνω με την πολιάν γενειάδα του ως το στήθος, και εφόρεσε τον άσπρον αγιορείτικον σκούφον του, κείμενον εκεί επί του καναπέ, εις την άκρην. Έντρομος δε άρχισε να κυττάζη εδώ κ' εκεί. Ησυχία νεκρική εις όλον το σπίτι.

Να, πάρε τον σκούφον μου. — Αυτός που βλέπεις εξώρισε τας δύο κόρας του, κ' έδωκε εις την τρίτην την ευχήν του, χωρίς να το θέλη. Αν μείνης κοντά του, σου πρέπει ο σκούφος μου. — Τι νέα, παππού; — Κρίμα να μην έχω δύο σκούφους και δύο κόρας. ΛΗΡ Διατί, παιδί μου; ΓΕΛΩΤ. Αν εχάριζα ό,τι και αν είχα εις τας κόρας μου, θα εκρατούσα δι' εμένα και τους δύο σκούφους.

ΓΕΛΩΤ. Να του δώσω κ' εγώ αρραβώνα. Ιδού· πάρε τον σκούφον μου. Προσφέρει τω ΚΕΝΤ τον κωδωνοφόρον αυτού πίλον. ΛΗΡ Καλώς το παιδί μου! Τι γίνεσαι; Άκουσέ με, σου λέγω, και πάρε τον σκούφον μου. ΚΕΝΤ Διατί, τρελλέ; ΓΕΛΩΤ. Διατί; Διότι πηγαίνεις με τους ξεπεσμένους. Αν δεν ηξεύρης να γελάς εκεί, από όπου ο αέρας φυσά, θ' αρπάξης γρήγορα κρυολόγημα.

Πίσω την αίθουσάν του ωσάν ένα μικρόν ναΐσκον είχε στολισμένην· και το καντηλάκι του έκαιεν ακοίμητον προ των αγίων Εικόνων. Ένας πονηρός μάγειρός του εβεβαίωσεν ότι, αφ' ότου απέθανεν η κυρά Καπετάνισσα, μία χαριτωμένη αρχόντισσα, κρυφά από το πλήρωμα εφορούσε καλογηρικόν σκούφον πίσω εις την πρύμνην κατά την ώραν της προσευχής του, τα μεσάνυκτα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ Κ' εγώ μ' αυτόν εδώ τον σκούφον τον άξιον και σεβαστόν το δικαίωμα σου δίνω και την άδεια όλον τον κόσμο να γιατρεύης, ν' αφαιμάσης, να κενώνης, να τρυπάς, να κόβης και να τέμνης χωρίς να δίνης λόγο σε κανένα

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν