United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι φοβεροί λόγοι του επιτιμίου ελάμβαναν σάρκα και οστά εις την φαντασίαν των· ποικίλα φοβερά θεάματα ήρχοντο και παρήρχοντο ενώπιόν των και τους κατετρόμαζον. Ο ουρανός ήτο σκεπασμένος από κατάμαυρα νέφη αποκρύπτοντα τελείως τον ήλιον. Τα πουλάκια προαισθανόμενα καταιγίδα είχον τρυπώση.

Και αν δεν σ' εύρω, αν δεν σε ίδω πλέον, αν σε χάσω διά πάντοτε, Αϊμά, είξευρε ότι δεν δύναμαι πλέον να ζω και ότι ο κόσμος είνε μαύρος δι' εμέ, μαύρος ο ουρανός, ο οποίος με σκεπάζει, Αϊμά, μαύρη η γη, οπού πατώ, μαύρον το φως που με φωτίζει, όλα μαύρα, κατάμαυρα. Από σε περιμένω το φως, από σε την δρόσον, από σε τον αέρα, Αϊμά, και χωρίς εσέ όλα είνε σκότος, όλα βάσανος, και όλα κόλασις.

Τα μάτια της όμως πέσανε απάνω στο μελαχροινό. Τα κατάμαυρα μαλλιά και γένεια, τα μάτια του μαύρα σαν την πίσσα, σαν ένα πένθος χυμένο απάνω στο χλωμό πρόσωπο, τράβηξαν τη θλιμμένη ψυχή της, σαν να ταίριαζαν με τον πόνο της. Χαμογέλασε κ' έσκυψε πάλι απάνω στο μάτσο με τους μενεξέδες, και ξανάρχισε με τα λουλούδια την ομιλία που είχε διακόψει.

Εφαινότανε γελαστός και χαρούμενος, αν όμως κανένας επρόσεχε θα εδιάκρινε κάποια ανησυχία στα κινήματα και περισσότερο στα μάτια του τα κατάμαυρα που, κάτω από τα πυκνά του φρύδια, εβυθιζόντανε, πότε πότε, στη σκοτεινιά μέσα, σαν να τηνε διαπεράσουν. Οι χωρικοί επέσανε στα φαγιά με λύσσα, χωρίς όμως ν' αφήκουν και την κουβέντα.

Ο Κ. Μελέτης περιβεβλημένος μακρόν ποδήρες φόρεμα, με σκούφον νυκτικόν επί κεφαλής, διήρχετο την αίθουσαν επιστρέφων προς το δωμάτιόν του, εις δε το άκρον της αιθούσης, επί των πρώτων βαθμίδων της κλίμακος, δύο μορφαί γυναικείαι κατέβαινον. Ανεγνώρισα όπισθεν την Κυρίαν Σοφίαν. Η άλλη ήτο νέας γυναικός μορφή. Και αι δύο κατάμαυρα ενδεδυμέναι. Δεν ήσαν βεβαίως φαντάσματα ούτε εξωτικά.

Ωρθούτο επί των ποδών του, ατενίζων μακράν πέριξ, μή που διακρίνη καμμίαν πηγήν, κανένα ρύακα, καμμίαν σταγόνα νερού, αγνήν και ακίνδυνον να βρέξη τα φλέγοντα χείλη του, παρετήρει αγωνιών τα σύννεφα άτινα διήρχοντο άνωθεν του σοβαρά, μη ρίπτοντα ούτε μίαν σταγόνα, ενώ εφαίνοντο φουσκωμένα και κατάμαυρα, πλήρη υετού. — Δεν βαστάω, Μάρω μου, έσκασα· είπε τέλος. — Τι θα κάμης; — Θα πιω.

Οι κοπέλλες της Σκιάθος από τα παράθυρα και τις πεζούλες στα ψηλώματα, με τα ωραία μαλλιά, γυιαλιστερά και κατάμαυρα από το χόχλο, με τα μαύρα παιχνιδιάρικα μάτια, κουνούσαν με γέλια τα μαντήλια, αποχαιρετώντας τον καπετάνιο. — Ο Μοναχάκης ο περήφανος μαθές που δε σήκωνε τα μάτια...

Θα μου χαμογελάσης τότες πιο σκανδαλιάρα κι αθώα μαζί, και τρελλός θα σου πάρω σαν τότες το πρώτο φίλημα απ' τα ζεστά σου χείλη, και θα χαμηλώσης τα μεγάλα μαύρα μάτια σου με τα κατάμαυρα μεταξένια ματοβλέφαρά σου και τα φαρδειά τους καγγελωτά φρύδια.

Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος.

Είπε και άμ' αναχώρησετο σπίτι του πατρός του. κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαντην ανδρική ψυχή τους, και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοοςτην μέσην αυτών είπε, 660 θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν•