United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κτύπα, κτύπα, κτύπα! — Ποίος είναι; — Θα ήναι, μα την πίστιν μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί από βράκαν Γαλλικήν . Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το σίδερό σου. Κτύπα, κτύπα! — Ησυχίαν δεν με αφίνουν! — Ποίος είσαι του λόγου σου;... Όμως κάμνει κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην.

Η τιμωρία του ήτο άφευκτος· το πάθημά του δεν εδέχετο άλλην θεραπείαν¬ ή έπρεπε να δώση οπίσω τα χρήματα άθικτα ή αιωνία κόλασις και μίασμα της γης και κατάρα του ουρανού. Αλλά πώς να οικονομήση τα χρήματα αυτά;!. . — Ποιος μου δίνει! ποιος με 'μπιστώνει εμένα; έλεγε καθ' όλον τον δρόμον του, μονολογών. Αίφνης εσυλλογίσθη τον Γιάννη Ρούσον.

Έπρεπε δε πάντοτε να το ενθυμώμεθα, διότι η κόλασις μας έδωκε προς ανάμνησίν της το πυρ των παθών, όπερ είνε μικρόν μέρος του αιωνίου πυρός της γεέννης· το πυρ τούτο μας καίει το σώμα και την ψυχήν κατά την νεότητα ημών, και ουδεμία δρόσος δύναται να το σβέση ειμή η της προσευχής και της εγκρατείας. Αλλά πολύ εμάκρυνα, κόρη μου. Τι έλεγον; Προ πολλού χρόνου δεν είχον ειπεί τας σκέψεις μου.

Και αν δεν σ' εύρω, αν δεν σε ίδω πλέον, αν σε χάσω διά πάντοτε, Αϊμά, είξευρε ότι δεν δύναμαι πλέον να ζω και ότι ο κόσμος είνε μαύρος δι' εμέ, μαύρος ο ουρανός, ο οποίος με σκεπάζει, Αϊμά, μαύρη η γη, οπού πατώ, μαύρον το φως που με φωτίζει, όλα μαύρα, κατάμαυρα. Από σε περιμένω το φως, από σε την δρόσον, από σε τον αέρα, Αϊμά, και χωρίς εσέ όλα είνε σκότος, όλα βάσανος, και όλα κόλασις.

Γυναίκες είναι μοναχά από την μέσην κι' άνω, 'ς τα κάτω είναι Κένταυροι! Εις τους θεούς ανήκει έως την μέσην το κορμί! 'Σ τον διάβολον τα κάτω! Εκεί 'ναι σκότος, κόλασις και ζεματά και καίει. Εκεί θειάφι και καπνός και βρώμα και σαπίλα!... Πουφ, πουφ, φούχι! Φαρμακοπώλη, δος μου μίαν ουγγιάν μόσχον να μυρίσω την φαντασίαν μου. Να χρήματα. ΓΛΟΣΤ. Ω! δόσε μου το χέρι σου να το φιλήσω.

ΑΜΛΕΤΟΣ Τούτ' είν' η ώρα της νυκτός 'πού η στρίγλαις βγαίνουν, 'πού οι τάφοι χάσκουν, οπού η Κόλασις κ' εκείνη το μίασμά της εις τον κόσμον τούτον στέλνει· τώρα κ' αίμα ζεστό μπορούσα να ρουφήσω, κ' έργα τόσο σκληρά να κάμ' ώστε να φρίξη της ημέρας το φως.

Και γιατί όχι; Ξέρω κ' εγώ ευρίσκομαι κοντά σας, είμαι, χωρίς να σε βλάψω, εις την καρδιά της Καρολίνας, έχω, ναι έχω, την δεύτερη θέση σ' αυτήν και θέλω και πρέπει να την διατηρήσω. Ω, θα ετρελλαινόμουν, αν μπορούσε να λησμονήση Αλβέρτε. Σ' αυτή μέσα τη σκέψη βρίσκεται μία κόλασις. Αλβέρτε, χαίρε! Χαίρε, άγγελε του ουρανού! Χαίρε, Καρολίνα! 15 Μαρτίου.

Εις την νίκην των Αράβων συνετέλει, πλην του ότι ήσαν πολυπληθέστεροι, ο θρησκευτικός ενθουσιασμός. Οι αρχηγοί των Αράβων έλεγαν έτι της μάχης προς τους στρατιώτας: «Εμπρός, δηλαδή εις την συμπλοκήν και τον πόλεμον, είναι ο παράδεισος και ο Θεός, οπίσω δε, δηλαδή εις την φυγήν, είναι η κόλασις και ο διάβολος

Άλλως, θα υπάγης εις την κόλασιν. — Πού; — Εις την κόλασιν, επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Και πού είνε αυτή η κόλασις; ηρώτησεν η Αϊμά. — Η κόλασις είνε εις τα καταχθόνια του Άδου, είπε μετά πεποιθήσεως η Σιξτίνα. Η Αϊμά εσιώπα. Εν τούτοις ενόησεν η Σιξτίνα ότι είχεν εκλέξει κακήν μέθοδον. Ο σκοπός αυτής κατ' αρχάς ήτο να πείση την νέαν ότι οφείλει να εξομολογηθή, και να εκτελέση αυτή χρέη πνευματικού.

Κ' εφαντάζετο ότι έφευγε το υπόγειον και την ειρκτήν, και η ειρκτή και η Κόλασις ήτο μέσα της. Ώρα ήτον ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, νυξ ασέληνος αστροφεγγής. Αρχάς Μαΐου, δευτέραν εβδομάδα μετά όψιμον Πάσχα. Η εξοχή ευωδίαζεν, η αύρα εμυροβόλει. Ολίγα άγρυπνα πουλάκια έμελπον το όρθριον επάνω εις τα κλαδιά.