United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γλώσσαι πυρός απειλητικαί εξήρχοντο από το μόνον παράθυρον του καιομένου δωματίου και αφού κατέφαγαν τους παραστάτας, οπού ετριζοκοπούσαν απαίσια, εγλυστρούσαν επάνω εις το ασβεστόχρισμα των τοίχων, ζητούσαι νέαν τροφήν. Φωναί φρίκης οξύταται, σπαρακτικαί επάγωναν το αίμα εις τας φλέβας των θεατών, αδυνατούντων να δώσουν χείρα βοηθείας οιασδήποτε.

Ένευσε δε προς τους στρατιώτας αυτού, και ούτοι απήγαγαν την Αϊμάν χωρίς αύτη να δύναται ν' αντιστή. Ο Μάχτος ησθάνθη νέον σπαραγμόν, ότε είδε την νέαν απαχθείσαν, αλλ' ουδέν ηδύνατο να πράξη. Άλλως δε τω επήνεγκε παραμυθίαν τινά και ελπίδα η τελευταία αύτη σκηνή.

Ήτο ο Μάχτος, όστις ήρχετο συντετριμμένος εξ ευτυχίας ... Ο Θευδάς τω έδειξε την νέαν κοιμωμένην. Ο Μάχτος εισώρμησε κράξας: «Αϊμά! ». Αλλ' η κόρη εκοιμάτο. Ο νέος επλησίασε πατών επ' άκρων των ποδών.

Ομολογώ ότι, υπό την πρόσφατον έτι εντύπωσιν του τρόμου και των ψιθυρισμών της Κας Σοφίας, και του μυστηρίου, του προφανώς αναγομένου εις την άγνωστον νέαν, της οποίας τον θάλαμον κατείχομεν, — κατά την ώραν εκείνην της νυκτός, — εν τω μέσω της σιωπής της ευρείας εκείνης αρχαίας οικίας, — υπό το φως του λύχνου τρέμοντος εις την χείρα του Νίκου, — ομολογώ ότι δεν έβλεπα με ψυχράν αδιαφορίαν την επί του τοίχου εικόνα, την οποίαν μετά δέους παρετήρει ο εξάδελφός μου.

Μόνον η γραία, η μήτηρ της, ήτις, αν και αναγκασμένη ήτο να στρέψη τα νώτα προς την κόρην, διά ν' αντιμετωπίζη φιλοφρόνως την συμπεθέραν και τον γαμβρόν, είχε καθίσει όμως με τοιούτον τρόπον, ώστε να έχη μόνον την μίαν πλάτην γυρισμένην προς την νέαναίφνης ως να την επληροφόρησεν αόρατον πνεύμα ότι κάτι έτρεχεν, εστράφη αποτόμως προς την θυγατέρα της, και είδε τ' απηγορευμένα «καμώματά» της.

Ο ειρηνοδίκης βλέπων ότι αυξάνει το ποσόν πέραν των ελπίδων του, εξήγαγεν από της μηλωτής το κάτωχρον πρόσωπόν του ως από το όστρακον χελώνης, και διά της χειρός εσημείωσε την νέαν προσφοράν. Οι χαρτοπαίζοντες ώκτειραν την απειρίαν του πλοιάρχου, όστις επλειοδότει τόσον αποτόμως. — Εικοσιτέσσαρες και μισή. Προσθέτει πάραυτα γλυκά-γλυκά ο κυρ-Δημάκης, εξακολουθών ν' αναμετρή το κομβολόγι του.

Τέλος έφθασαν εις τον πυλώνα όπου ήτο το κελλίον του πυλωρού. Ο ψευδής Μάχτος έβαλε την νέαν να καθίση επί τινος πεζούλας, όπισθεν της κατοικίας του πυλωρού, αυτός δ' έκρουσε την θύραν του κελλίου. Παρήλθε χρόνος τις μέχρις ου ο μπάρμπα Φούρβης, ο μεμψίμοιρος ούτος άνθρωπος, όστις παρεπονείτο προκειμένου περί παντός, ακούση και απαντήση εις την πρόσκλησιν του κρούοντος.

Οι νέοι μας είχαν συμφωνήσει διά χορόν εις την εξοχήν και σ' αυτό και εγώ ευρέθηκα πρόθυμος: Έδωκα το χέρι εις μίαν καλήν, ωραίαν, άλλως ασήμαντον νεανίδα του τόπου, και συνεφωνήθη να πάρω μίαν άμαξαν και να πάω με την χορεύτριάν μου και την εξαδέλφην της έξω εις τον τόπον της διασκεδάσεως, και να προσλάβω καθ' οδόν την Καρολίναν Σ . . . — Θα γνωρίσετε ωραίαν νέαν, είπεν ο σύντροφός μου, όταν διηρχόμεθα εφ' αμάξης διά του εκτεταμένου και αραιού δάσους προς την έπαυλιν.

Όλαι αι κοιμηθείσαι αναμνήσεις της εξηγείροντο με νέαν μαγικήν περιβολήν και την συνήρπαζον. Τοιαύτην έμαθε την ζωήν, τοιαύτην την επόθει πάντοτε, μέχρι τέλους η Σμάλτω. Να τρέχη εις τα λειβάδια τ' ανθοσπαρμένα, ελευθέρα ως πεταλούδα, και να έχη προ αυτής ένα άνδρα αγαπημένον.

Ο σκλάβος μου απεκρίθη πως ο αφέντης μου διά την ώραν δεν ημπορεί να σου δώση ακρόασιν, με το να είναι αντάμα με μίαν νέαν κόρην που ξεφαντώνουν.