United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ίδιον λοιπόν και διά την άμαξαν, ναι μεν έχομεν ημείς ορθήν κρίσιν, εκείνος όμως όστις ημπορεί να εξακριβώση την ουσίαν αυτής διά μέσου των εκατόν εκείνων μερών, όταν το προσθέση και τούτο, προσθέτει και τον λόγον εις την αληθινήν κρίσιν, και από απλήν κρίσιν τον κάμνει ορισμόν τεχνικόν και επιστημονικόν περί της ουσίας της αμάξης, λεπτολογών το σύνολον με τα στοιχεία. Θεαίτητος.

Ούτω δε, αναπνέων δι' όλων αυτού των πνευμόνων τον ικανώς άοσμον κονιορτόν της Αιολικής οδού και κατόπιν της Ερμαϊκής, προκύπτων ανά παν βήμα διά της θυρίδος της αμάξης, ίνα θεωρήση τα εκατέρωθεν κατάφωτα εργαστήρια, και μετ' ανεκφράστου θυμηδίας θεώμενος τους διαβάτας, έφθασεν εις το ξενοδοχείον της Μασσαλίαςήτοι της Ανατολής, ως αυτός εκ παλαιού το εγνώριζε — κ' εζήτησε δωμάτιον επί της οδού.

Οι δύο κύριοι, ο Αουδράνος και κάποιος Ν. Ν. — ποιος ενθυμείται όλα τα ονόματα! — οι οποίοι ήσαν χορευταί της εξαδέλφης και της Καρολίνας, μας υπεδέχθησαν παρά την θύραν της αμάξης, επήραν τις ντάμες των και εγώ ωδήγησα την ιδικήν μου.

Είναι ακόμη, βλέπετε, τόσον μικρός ! Κοιμάσαι, παιδί μου; Σε απεκοίμισεν ο δρόμος της αμάξης, αί; Σήκω τώρα και πλησιάζουν οι γάμοι οι ευτυχείς της αδελφής σου. Σήκω και θα γίνης συγγενής ανδρός γενναίου, του υιού της Νηρηίδος Θέτιδος, του ίσου προς θεούς. Έλα συ τώρα, Ιφιγένεια, κάθισε πλησίον της μητρός σου, διά να δείξης εις αυτάς τας ξένας πόσον είμαι ευτυχής.

Αι, . . τότε κάπως υποφέρεται, διότι μα την αλήθειαν . . . Κρότος αμάξης σταθείσης προ της θύρας της οικίας διέκοψεν αίφνης την φράσιν της κυρίας Παρδαλού. — Νά! ανεφώνησεν ο μόλις την στιγμήν εκείνην τελειόνων το ξύρισμά του Δημητράκης, το αμάξι ήλθε, κ' εγώ είμαι ακόμη άντυτος. Και σπογγισθείς εν τάχει ήρχισε να ενδύεται. — Έχομεν ακόμη ώραν, παρετήρησεν η κυρία βλέπουσα το ωρολόγιον.

Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος κρότος αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού. Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος Θοδωρής. Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν μεταξύ αμαξηλάτου, ζητούντος αδράν αποζημίωσιν επί τω ματαίω κόπω.

Ότε είδον αυτήν αποθεωμένην εν Γενούη, ήτο βεβαίως υπερτεσσαρακοντούτις, ουδ' υπήρξεν εκείνη η τελευταία απόζευξις των ίππων εκ της αμάξης της θαυμαστής γυναικός, αλλ' επί δεκαπενταετίαν ακόμη εξηκολούθησε να χορεύη, ή μάλλον να επιδεικνύη εαυτήν εν Νεαπόλει, Τεργέστη, Μιλάνω και Φλωρεντία.

Σεις δε, νεάνιδες, λάβετε την εις τας αγκάλας σας διά να καταβή εκ της αμάξης. Δόσατέ μου τώρα τας χείρας σας να στηριχθώ καταβαίνουσα κ' εγώ. Σεις αι άλλαι σταθήτε εκεί παρά τας κεφαλάς των ίππων, ίνα μη τρομάξουν μη βλέποντες κανένα να στέκη πλησίον των. Σηκώσατε και τον μικρόν αυτόν Ορέστην, τον υιόν του Αγαμέμνονος.

8 Ιουλίου. Τι παιδί που είναι ο άνθρωπος! Πόσο ψοφάει για μια ματιά! Τι παιδί που είναι! Είχαμε πάει εις το Βαλάιμ. Τότε από την θυρίδα της αμάξης μιλούσαν με τα παλληκάρια, που ήσαν βεβαίως αρκετά ελαφρά και μάταια. — Εζητούσα τα μάτια της Καρολίνας· αχ! εγύριζαν από τον ένα εις τον άλλον!

Υπέστην την ειμαρμένην μου άνευ κραυνής και στεναγμού. Την επομένην, το ανδρόγυνον εξήλθεν εις περίπατον επί ωραίας αμάξης, σχήματος φαέθωνος , με ένα άνθρωπον όπισθεν, αντιθέτως προς του δρόμου την φοράν καθήμενον, η δε Γυνή έφερεν επί της κεφαλής και του λαιμού τα πτερά μου. — Περίεργον, εσκέφθην· ουδέποτε θα επίστευον, ότι τα οπίσθιά μου είχον τόσον πολύτιμα πράγματα, διά κεφαλήν γυναικός.