United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο ο σύζυγος της εξαδέλφης φέρων μήνυμα να μη έλθη ο Κ. Λιάκος εις την συνέντευξιν. Η προνοητική προξενήτρια εσκέφθη ότι ήτο καλλίτερον να είναι μόνοι μετ' αυτής ο γαμβρός και η νύμφη. Άλλως δε η νεωτέρα αδελφή δεν θα παρευρίσκεται εις την συνέντευξιν, ώστε όλως περιττή η παρουσία του Λιάκου. Η διαταγή ήτο να συνοδεύση ούτος τον σύζυγόν της εις την λέσχην. Εκόπησαν τα ήπατα του Πλατέα!

Να απευθυνθή προς τον φίλον του; Αλλά, ύστερον μάλιστα από τα χθες μεταξύ των διαμειφθέντα, δεν του ήρχετο να υπάγη προς αυτόν διά να είπη... τι; «Ιδού, θυσιάζομαι προς χάριν σου.» — Όχι! — Να προστρέξη εις την μεσολάβησιν της εξαδέλφης του Λιάκου; Δύσκολον και τούτο.

Απεσιώπησε και του Κ. Μητροφάνους την τραχύτητα και της εξαδέλφης του την φαιδρότητα, παρέστησε δ' επιδεξίως την ανάγκην της μεσολαβήσεώς της, εις τρόπον ώστε ουδεμίαν ως προς τούτο αντίρρησιν επέφερεν ο Κ. Πλατέας. Τώρα η υπόθεσις έμενεν εις τας χείρας της εξαδέλφης, η οποία υπεσχέθη να μηνύση προς τον Λιάκον, εις την οικίαν του Κ. Πλατέα, το οριστικόν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.

Άγαμος, έχει μόνον συγγενείς πλαγίους και φίλους απειραρίθμους και συμβαίνει, ποτέ μεν να γευματίζη εις της εξαδέλφης, άλλοτε να δειπνή εις του ανεψιού και να ξενυκτίζη εις της κουμπάρας του, ουδέποτε δε, ουδέ οι στενώτεροί του, έμαθον το οίκημά του.

Οι δύο κύριοι, ο Αουδράνος και κάποιος Ν. Ν. — ποιος ενθυμείται όλα τα ονόματα! — οι οποίοι ήσαν χορευταί της εξαδέλφης και της Καρολίνας, μας υπεδέχθησαν παρά την θύραν της αμάξης, επήραν τις ντάμες των και εγώ ωδήγησα την ιδικήν μου.

Καθόσον δ' επροχώρει εις την διήγησιν, έβλεπεν ότι διεσκεδάζοντο βαθμηδόν αι προκαταλήψεις της εξαδέλφης του, μολονότι εξηκολούθει αντιλέγουσα, ότε ο λόγος κατέληξεν εις την ψυχολογικήν ανάλυσιν του υποψηφίου γαμβρού. — Είναι υποχονδριακός, έλεγε. — Φροντίζει περί της υγείας του, αντέλεγεν ο Λιάκος, διότι δεν έχει περί άλλου να φροντίση.

Την στιγμήν εκείνην ήκουσα μέγαν θόρυβον έξω, δεξιόθεν του ναού, εις το μέρος όπου ήτο το παλαιόν κτίριον, το «στοιχειωμένον». Πάραυτα ήλθεν εις τον νουν μου η διήγησις της εξαδέλφης Μαχούλας. Έλαβον την λαμπάδα, και έτρεξα έξω της θύρας. Αύρα έπνεε ψυχρά, και ηπείλει να σβύση την λαμπάδα. Επειδή εδέησε να περιστεγάσω το φως διά της παλάμης, δεν έβλεπον τίποτε πέραν του τοίχου του ναού.

Εν μέσω της παρούσης αμηχανίας ο άνθρωπος είχε την ανάγκην ενθαρρύνσεώς τινος και υποστηρίξεως, ενώ δ' εξ ενός εδίσταζε σκεπτόμενος καθ' εαυτόν να υπάγη, να μη υπάγη, εξ άλλου οι πόδες του τον έφερον αυτομάτως προς την οικίαν της εξαδέλφης του. Ενώπιον της θύρας έπαυσε πάσα πλέον αμφιβολία.

Όλων τα οθόνια εβράχησαν. Ο Βαγγέλης έλειπε την νύκτα. Ήλθε το πρωί, ευρίσκει το στρώμα και τα σκεπάσματα της κλίνης όλα βρεγμένα, και αρχίζει πικράν επίπληξιν κατά της εξαδέλφης του. — Μήπως και τα δικά μου δεν θα βράχηκαν τάχα, εκεί που βρίσκονται; είπε μεγαλοφώνως, ίσως διά να την ακούουν έξω, η Σταυρούλα. Να, και το παπλωματάκι μου, κύττα, πως έγεινε!

Ευρέθη να έχη πάπλωμα, ενώ όταν επρωτοήρθε δεν είχεν άλλο τίποτε παρά της κόττες. Αλλά φαίνεται ότι ο εξάδελφός της τής είχε φέρει από άγνωστον μέρος, εν τω μεταξύ, αυτό το πάπλωμα. Από την ημέραν εκείνην ήρχισε μεγάλη γρίνια και φαγούρα μεταξύ του Βαγγέλη και της εξαδέλφης του.