United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την θύραν έβλεπεν αγνώστους ανθρώπους, οίτινες εφαίνοντο πολυαριθμότεροι ένεκεν του σκότους, ενώπιον αυτού δε είχε τον πατέρα του, όστις τον ηπείλει.

Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.

Ο πόλεμος εξηκολούθησε και μετά τας επιτυχίας αυτάς των στρατευμάτων του Ιουστινιανού, το μεν διότι οι Σαμαρείται επανεστάτησαν τότε και εζήτουν να συμπράξουν μετά του Καβάδου, το δε διότι ο Άραψ φύλαρχος της Πετραίας Αραβίας Αλαμύνδωρ ηπείλει να εισβάλη εις την Συρίαν.

Η απάθεια εκείνη του συζύγου την παρώργιζε. Αλλ' ήτο αγαθός και τον ετίμα, αν και επάλαιε διηνεκώς μεταξύ προσφάτου ακόμη, καυστικής αναμνήσεως και καθήκοντος ιερού. Εβίαζεν εαυτήν, προσπαθούσα να συνδέεται στενώτερον οσημέραι προς τον σύζυγον, συχνά δε, οσάκις καμμία ανάμνησις την ηνώχλει επίμονος, τον εκράτει πλησίον της, ως δεινόν τι προαισθανομένη, ωσάν να την ηπείλει συμφορά.

Και ήκουε τον ρόχθον εκείνον και την κραυγήν, τα οποία ηπείλει να συγχέη ο άνεμος, και δυνατόν να μην ήσαν άλλο τι ειμή ιδιότροποι ήχοι της τρικυμίας, και όμως ο μικρός θαλασσινός μάγκας ήτο βέβαιος ότι οι θόρυβοι εκείνοι ήσαν χωριστοί, ότι ο κρότος ήτο προσαράξαντος σώματος, και η κραυγή, κραυγή αγωνίας. Είς την κραυγήν ταύτην απήντησεν ο Πάπος διά σπαρακτικού ολολυγμού.

Πολλάκις της ημέρας κατερχομένη εις το δωμάτιον παρεκάλει, ηπείλει, έλεγεν ό,τι αι αισχραί επιθυμίαι της υπηγόρευον, επεδείκνυε στήθη καλλίμαστα και ροδοκόκκινα, βραχίονας ευπαγείς και λευκούς, μηρούς και κνήμας εξαισίου πλαστικότητος, προσπαθούσα διά των θελγήτρων της να τον σύρη εις εαυτήν.

Και ο οίκτος, όστις θα τον εκλόνιζεν ίσως την στιγμήν εκείνην, εις την θέαν του γυναικείου εκείνου συντρίμματος, το οποίον απετέλει άλλοτε μέρος της υπάρξεώς του αναπόσπαστον, υπεχώρησεν εις μίαν οργήν υπόκωφον, ήτις ηπείλει να εκραγή ακράτητος, θυελλώδης . . . Αδύνατον να φαντασθή τις τι θα συνέβαινε, αν ασθενής τις ακτίς, αν λείψανόν τι λογικού δεν τον συνεκράτει . . .

Κατά τον ακόλουθον χειμώνα οι εν Τραχίνι Ηρακλεώται επολέμησαν προς τους Αινιάνας, τους Δόλοπας, τους Μαλιείς καί τινας Θεσσαλούς. Τα έθνη εκείνα μετά φθόνου έβλεπαν την γειτονικήν αυτήν πόλιν, διότι η ίδρυσίς της μάλλον τας χώρας των ηπείλει παρά κάθε άλλην. Μόλις ιδρυθείσαν ήρχισαν να την παρενοχλούν και να την βλάπτουν όσον ηδύναντο περισσότερον.

Ενεθυμήθη τους λόγους του Λικινίου «Η πόλις είναι ωκεανός φλογών», και προς στιγμήν ησθάνθη ότι η παραφροσύνη τον ηπείλει, διότι απώλεσε πάσαν ελπίδα να σώση την Λίγειαν, και μάλιστα να φθάση εις τας πύλας πριν η Ρώμη μεταβληθή εις τέφραν. Αι σκέψεις του ίπταντο έμπροσθέν του, ως νέφος μαύρων κακοποιών ορνέων.

Όταν δε ο Λυκόφρων διωκόμενος από μίαν οικίαν μετέβαινεν εις άλλην, απεδιώκετο πάλιν και εξ αυτής, διότι ο πατήρ ηπείλει εκείνους οίτινες τον εδέχοντο και τους διέτασσε να τον διώκωσιν. Ούτω δε διωκόμενος μετέβαινεν από οικίας εις οικίαν· οι δε φίλοι του, καί τοι φοβούμενοι, τον εδέχοντο ως υιόν του Περιάνδρου.