United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και οι Αθηναίοι εζήτουν παρά των Λακεδαιμονίων να καθαρισθούν και αυτοί από του άγους του Ταινάρου, διότι οι Λακεδαιμόνιοι σηκώσαντες κάποτε εκ του εν τω Ταινάρω ιερού του Ποσειδώνος τους ικέτας των ειλώτων τους απήγαγον και τους εφόνευσαν· νομίζουν μάλιστα ότι ένεκα τούτου τοις συνέβη ο μέγας σεισμός εν Σπάρτη.

Αφού δε διήλθον αυτό, εισεχώρησαν εις το διαμονητήριον των θηρίων και εκείθεν ήλθον εις την έρημον διευθυνόμενοι προς δυσμάς. Διέβησαν τοιουτοτρόπως μέγα διάστημα αμμώδες, και μετά πολλών ημερών πορείαν, είδον εις την πεδιάδα δένδρα αυτοφυή, έδραμον προς αυτά και έδρεψαν καρπούς. Ενώ δε έδρεπον, μικροί τινες άνθρωποι, μικρότεροι του μετρίου αναστήματος, ήλθον, τους συνέλαβον και τους απήγαγον.

Αλλ' ο Βινίκιος, μεθ' όσα είχεν ακούσει εις την συνάθροισιν, δεν ετόλμα πλέον τίποτε να ζητήση. Κατεφίλει τους πόδας του Αποστόλου, εστήριξεν επ' αυτών το μέτωπον κλαίων και εζήτει οίκτον διά της σιωπής του. — Ειξεύρω. Απήγαγον την παρθένον, την οποίαν αγαπάς. Δεήθητι δι' αυτήν, είπεν ο Απόστολος.

Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν.

Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.

Εν τούτοις είχεν ακολουθήσει την Λιμενίαν οδόν, ήτις οδηγεί κατ' ευθείαν εις την Τρανστιβέρην. Η Τρανστιβέρη ήτο πλήρης καπνού και πλήθους, εν μέσω του οποίου ήτο δυσκολώτατον να διανοιχθή δίοδος, διότι έχοντες περισσότερον χρόνον εις την διάθεσίν των οι άνθρωποι απήγαγον και έσωζον περισσότερα πράγματα. Οι πραιτωριανοί, οίτινες ηκολούθουν τον Βινίκιον, είχον μείνει όπισθεν.

Απλώς το θέαμα της αγωνίας είν' ευάρεστον εις ψυχάς πεπωρωμένας. Οι απάνθρωποι στρατιώται του Πραιτωρίου, όχι Ρωμαίοι μόνον, οίτινες δυνατόν να είχον το αίσθημα της εμφύτου αξιοπρεπείας του εν σιωπή πάσχοντος, αλλά τα μίσθαρνα περιτρίμματα των Ρωμαϊκών Επαρχιών, απήγαγον Εκείνον εις τον στρατώνα των, κ' εκεί ενέπαιξαν, εν τω αγρίω μίσει των, τον Βασιλέα ον είχον βασανίσει.

Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων. — Τι σκέπτεσαι να κάμης; — Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός. Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη. — Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης;

«Τότε ο Πιλάτος παρέδωκεν Αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή». Ο χρόνος ο απαιτούμενος προς την αναγκαίαν προπαρασκευήν δεν θα ήτο μακρός, και οι στρατιώται εξέδυσαν τον Ιησούν την χλαμύδα, και ενέδυσαν Αυτόν τα ιμάτια τα ίδια. Όταν ητοιμάσθη ο Σταυρός, έθεσαν τούτον επί των ώμων Του, και Τον απήγαγον εις τον τόπον της τιμωρίας.

Ακούσας τον κρότον των βημάτων του Πετρωνίου επί του λιθοστρώτου, ήγειρε το πρόσωπον, εις το οποίον μόνον οι οφθαλμοί έζων. — Ήλθον πολύ αργά; η Λίγεια είναι φυλακισμένη; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Ναι, την απήγαγον προ μεσημβρίας. Επηκολούθησε σιγή. — Την είδες; — Ναι. — Πού είνε; — Εις την φυλακήν της Μαμερτίνης. Ο Πετρώνιος εφρικίασε και έρριψε προς τον Βινίκιον βλέμμα εξερευνητικόν.