Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Αφού δε ηγκυροβόλησε και διηυθέτησαν οι ναύται τάρμενα, τότε ο καπετάν-Φώκας, βρεγμένος, μισοπαγωμένος, από δύο θηρία νικημένος, από την θάλασσαν και από τον θυμόν του, κατήλθε και εκλείσθη κάτω εις την πρύμνην, κλαίων σχεδόν, αποπνιγόμενος μέσα εις τον καπνόν των τσιγάρων, τα οποία κατέδακνε, δεν εκάπνιζε, θολός τον νουν και θολός την καρδίαν από τ' αναθέματα και τας κατάρας.

Ημπορούν να μεταπείσουν και αυτόν τον Μπάρμπα-Σταυρή να μεταβάλη γνώμην περί αυτών, όχι την γυναικείαν της Αρφανούλας διάνοιαν, η οποία επείθετο αμέσως ως το μικρόν παιδίον. — Μη βλέπης, έλεγε κλαίων σχεδόν ο Σπύρος, μη ακούης, Αρφανούλα μου, με κυνηγά η ατυχία. Ξέρω εγώ την δουλειά μου. Ας μη άνοιγε το διπλανό καφενείο, και θ' άβλεπες σήμερα τον Σπύρο.

Είδες ποτέ κανένα να φεύγη από γεύμα κλαίων, όπως βλέπομεν μερικούς να φεύγουν εκ των σχολείων; Και είδες κανένα να πηγαίνη σκυθρωπός εις δείπνον όπως όσοι πηγαίνουν εις τα σχολεία; Ο παράσιτος μεταβαίνει εκουσίως εις το δείπνον, διότι πολύ αγαπά την τέχνην του, οι δε μανθάνοντες τας άλλας τέχνας τας μισούν, ώστε μερικοί και δραπετεύουν διά να τας αποφύγουν.

Κουκκίτσα μου, εφώναξε πάλιν ο παπά-Κονόμος, κλαίων από την χαράν του, μίαν χαράν ανεξήγητον και όλως πνευματικήν. Και στραφείς προς τον μπάρμπα-Γιωργόν είπεν. · — Ζώσι λοιπόν όντως αι ψυχαί των Δικαίων και μας επισκέπτονται! — Ως τα σαράντα, παπά-Κονόμε! είπεν αξιωματικώς πλέον ο παγγνώστης μπάρμπα-Γιωργός ο Κοψιδάκης, κατακίτρινος ακόμη από τον φόβον του, αλλά με κάποιαν δικαίαν υπερηφάνειαν.

Θέλεις να ήτο φθόνος, θέλεις να ήτο τυχηρόν, τρεις μήνας μετά τον γάμον διήλθεν εκ της νήσου το ωραίον εκ Γαλαξειδίου βρίκιον ο «Αρχάγγελος». Εχρειάζετο ένα ναύτην. — Όσω και να καθήσω, είπεν ο Νικολάκης, πάλιν θα μπαρκάρω. Δεν είνε άσχημα να πάω με το Γαλαξειδιώτικο. Έχω καλή πάγα. Απεχαιρέτισε κλαίων την κλαίουσαν Κυρατσούλαν και ανεχώρησεν ο ναύτης εις την Μαύρην θάλασσαν.

Έγινε δε ακόμη γελοιωδέστερος όταν εφάνη κλαίων ο χρυσούς Ευάγγελος και συρόμενος διά μέσου της σκηνής υπό των μαστιγοφόρων, με τους μηρούς καταιματωμένους, και συλλέγων από το έδαφος τα κοσμήματα της κιθάρας• διότι και αυτά είχον αποκολληθή και πέση, επειδή η κιθάρα εξυλοκοπείτο μετ' αυτού.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αν ούτω πράξη, βεβαίως δεν θα την επαναφέρη κλαίων. ΜΗΝΑΣ. Έχεις δίκαιον, φίλε. Δεν επεριμένομεν να ίδωμεν εδώ τον Μάρκον Αντώνιον. Σε παρακαλώ, ενυμφεύθη την Κλεοπάτραν; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η αδελφή του Καίσαρος ονομάζεται Οκταβία. ΜΗΝΑΣ. Αληθώς· ήτο σύζυγος του Γαίου Μαρκέλλου. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά τώρα είναι σύζυγος του Μάρκου Αντωνίου. ΜΗΝΑΣ. Τι λέγεις; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αληθέστατον.

Σωκράτης Ημπορώ να σου είπω ταύτα τα οποία θα ενθυμηθώ. Είπε δηλαδή: Και ποία ηλικία δεν έχει λύπας ; Ευθύς άμα το νήπιον γεννηθή, μήπως δεν κλαίει αρχόμενον του ζην από λύπης; Δοκιμάζει όλας τας αλγηδόνας, κλαίων διότι είτε στερείται τινος, είτε διά την ζέστην, είτε διά το ψύχος ή διά τινα πληγήν, μη δυνάμενον να είπη τι αισθάνεται, κλαυθμηρίζον δε με φωνήν δυσαρεσκείας.

Ο Δημήτρης, περιπλανώμενος Ιουδαίος της ζωής και του θανάτου, δεν εύρισκε πουθενά θέσιν να σταθή. Είχεν αηδιάση την ζωήν και όμως έτρεμε προ του θανάτου, ως παις προ μορμολυκείου. Ο Δημήτρης έμεινεν εκεί επί πολύ σκεπτόμενος και κλαίων.

Τότε ο Γεωργός απομακρύνθη κλαίων, το δε Φάσμα λέγει προς εμέ: — Ανόητε! δεν ηννόησες τι έσπειρες; έσπειρες δέκα ευεργεσίας και εφύτρωσαν ένδεκα αχαριστίαι· η δε ενδεκάτη ήτον εκείνη, ήτις και σε ερράβδισεν ισχυρότερον! β'. Λέγω τότε και εγώ: — Είδον του δένδρου τους καρπούς, ησθάνθην και τας ρίζας αυτού και ηννόησα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν