United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.

Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος, Ο μπάρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα: — Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Άη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.

Τι να πω κ' εγώ, παπά-Κονόμε. Εγώ την είδα τρεις φοραίς την Κουκκίτσα. Άλλο τίποτε δεν ξέρω... Είπεν ο βοσκός σαν με εντροπήν, Ο παπά-Κονόμος ετοιμάζετο ήδη να απέλθη και ηγέρθη να προσκυνήση. Αλλ' αίφνης ριπαί ανέμου ηκούσθησαν από τον πευκώνα έξω, όστις εσείσθη ακαριαίως όλος.

Ηθέλησε να εξέλθη από το στασίδι και να ομιλήση προς εκείνην. Αλλ' ο μπάρμπα-Γιωργός τον εκράτησεν από τα ράσσον ψιθυρίζων:. — Μη, παπά-Κονόμε! Μη! θα σ' πάρη τη μιλιά... Η λευκοφόρος κόρη έλαβε τότε το λαδικόν και έκαμε κινήσεις πως γεμίζει λάδι τας κανδήλας και κατόπιν επήγεν εις το Άγιον Βήμα. — Μη, παπά-Κονόμε! Μη! έλεγε πάντοτε έντρομος ο Μπάρμπα-Γιωργός προς τον ιερέα.

Κουκκίτσα μου, εφώναξε πάλιν ο παπά-Κονόμος, κλαίων από την χαράν του, μίαν χαράν ανεξήγητον και όλως πνευματικήν. Και στραφείς προς τον μπάρμπα-Γιωργόν είπεν. · — Ζώσι λοιπόν όντως αι ψυχαί των Δικαίων και μας επισκέπτονται! — Ως τα σαράντα, παπά-Κονόμε! είπεν αξιωματικώς πλέον ο παγγνώστης μπάρμπα-Γιωργός ο Κοψιδάκης, κατακίτρινος ακόμη από τον φόβον του, αλλά με κάποιαν δικαίαν υπερηφάνειαν.

Διερχόμενος δε προ των δύο προσκυνητών, έρριψεν άφροντι βλέμμα προς αυτούς και συμμαζεύων περί τον τράχηλόν του τα ράκη του, επροχώρησε να εξέλθη ψιθυρίζων ως εν εαυτώ: — Θα λειτουργήσης αύριο, παπά-Κονόμε; Οι δύο προσκυνηταί εκυττάχθησαν αμοιβαίως εν απορία. — Βλέπεις πως είσαι ελαφροΐσκιωτος; Είπεν ο παπά-Κονόμος· και με πένθιμον ύφος προσέθηκε: — Νά ποιος ανάπτει τα κανδήλια!