United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΗΡ Δεν εβγαίνει τίποτε απ' το τίποτε. Ομίλησε και πάλιν. ΚΟΡΔ. Ν' ανασηκώσω δεν 'μπορώτα χείλη την καρδιάν μου, η δυστυχής! — Σε αγαπώ, αυθέντα, κατά χρέος, ως κόρη σου· 'λιγώτερον ή περιπλέον, όχι! ΛΗΡ Πώς είπες; πώς; — Διόρθωσε τα λόγια σου ολίγον, να μη χαλάση η τύχη σου.

Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη• 465 και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι, και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα, απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει, αυτού σιμάτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.

Αυθέντη, είπεν η γραία, πίστευσε εις τα όσα σου λέγω, διατί η άκρα ωραιότης της Βασιλοπούλας είναι τόση, που όστις την ιδή εβγαίνει από τον εαυτόν του και δεν στοχάζεται τον θάνατον διά το ουδέν. Και πως αυτά τα αινίγματα, απεκρίθη ο Καλάφ, είναι τόσον σκοτεινά, που να μην είναι κανείς να τα εξηγήση, ετούτο είναι πολύ, δεν το πιστεύω.

Εις αυτό το αναμεταξύ που αυτή έκανε τους εξορκισμούς της, βλέπομεν ημείς και εβγαίνει φωτιά από την μίαν γαράφαν, και από την άλλην ένας καπνός μαύρος και πολλά πυκνός, ο οποίος σηκωνόμενος, και εξαπλωνόμενος εις τον αέρα, έγινεν αιφνιδίως μία φοβερά βροντή, η οποία αφού και έπαυσε δεν εφάνη πλέον να έβγη τίποτε από τες γαράφες.

Ιδού· λάβε φλωριά σαράντα. Θέλω φαρμάκι δυνατόν, να ενεργή αμέσως, κι' άμα σταις φλέβαις σκορπισθή νεκρόν να τον αφίνη εκείνον που βαρέθηκε να ζη, και θα το πάρη. Από το σώμα την ζωήν το θέλω να την διώχνη διά μιας, ορμητικά, καθώς ορμά κ' εβγαίνει από τα σπλάγχνα κανονιού πυρίτις αναμμένη. ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Φαρμάκι έχω δυνατόν, καθώς το θέλεις· όμως τον τιμωρεί τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.

Και το μεν δόλωμα το έφαγεν ο πελώριος ορφός ή η σμίρνα η παρδαλή και μαυρειδερή, η αντιπαθής και άπιαστη, το άγκιστρον εβραχώθη κάτω εις το θαλάμι, και δεν εβγαίνει πλέον, η δε απετονιά τραβάται και τεντώνεται και κόπτεται, και ο ψαράς μένει με δύο πήχεις σπάγγον εις την χείρα.

Καλέ νέε, το δώρον είνε πλούσιον, μα το ζήτημά σου ποίον είνε; Εγώ έχω να σε παρακαλέσω του είπα, διά να μου κάμης την χάριν να εύρης το μέσον, διά να με εμβάσης εις το παλάτι, διά να ιδώ μίαν φοράν μόνον την βασιλοπούλαν Ρετζίαν, επειδή και κατά τον ορισμόν του βασιλέως δεν εβγαίνει πλέον εις την χώραν να την ιδή κανείς.

Αν είχαμεν ολίγην φωτιάν εις αυτόν εδώ τον αγριόκαμπον, θα ήτον ωσάν την καρδιάν ενός παραλυμένου γέρου: — μια μικρή σπίθα εις ένα μέρος και όλον το επίλοιπον σώμα παγωμένον. — Κύτταξε εκεί! Μια φωτιά περπατεί κ' έρχεται κοντά μας. ΕΔΓΑΡ Δαιμόνιον είναι αυτό που έρχεται! Το βλέπεις; Εβγαίνει έξω, αφού σημάνη ο εσπερινός, και περπατεί έως, να πρωτοκράξη ο πετεινός.