United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον Ευφημία τον είχε ο Αναστάσιος στο στομάχι, κι από τότες μάλιστα που έτυχε σε ομιλία απάνω να του πη ο Αυτοκράτορας πως τονέ βαρέθηκε τον Ισαυρικό πόλεμο, κ' έτρεξε ο Ευφήμιος και το πρόφταξε ενός Ισαύρου αρχηγού.

Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκιΔε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη... Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.

Αλλά μονάξιας ερημιά παρόμια να υπομένη Βαρέθηκε ως το ύστερον πολύ περιορισμένη· 40 Κι' αποφασίζει μιαν αυγή ν' αφήκη τέτοιους τόπους, Να πάη να ζήση, ως άλλοτε, μαζή με τους ανθρώπους, Οχ το πουρνό λοιπόν αυτή σε σταυροδρόμι βγαίνει, Στον κόσμο φανερόνεται, στον κόσμο πάλι μπαίνει. Μον εβουλήθη ολόγυμνη τα κάλλη κι' ωμορφιά της, 45 Να δείξη δίχως σκέπασμα, ως ήταν μάθημά της.

Σε λίγο βαρέθηκε, σιγόκλεισε τα βλέφαρά της κι' αποκοιμήθηκε. Ο Καπετάν Γιάννης μιλούσε, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα. — Καλός άνθρωπος! Κακό ανθρώπου δεν έκανες! Θυμάσαι τι μούπες; — Και το ξαναλέω. Η αλήθεια του Θεού... — Ε! λοιπόν, συμπέθερε. Μεγάλο λόγο θα πω, μα δε βαστάω πια. Ανάθεμα την καλωσύνη! Τα μάτια του φουρτούνιασαν.

Σιγάσιγά την ξεπέρασε και σαν έγινε δυο φορές σαν την κούκλα της, τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν περισσότερο απ' τα γυάλινα μάτια της κούκλας και το μικρό της στήθος να παίρνη μιαν όμορφη στρογγυλάδα, που δεν την είχεν η κούκλα της. Τότε βαρέθηκε τη μικρή κερένια φιλενάδα της και την άφησε παραπονεμένη σε μια παλιά πολυθρόνα.

Μα τώρα που μου δίνει ο γιος του Κρόνου να κερδίσω νίκη λαμπρή και τους οχτρούς ως στο γιαλό να σπρώξω, μη μου ζητάς, μώρ' άμιαλε, τέτιες κιοτιές να βγάζεις... 295 Τρώας δε θα σ' ακούσει εδώ κανείς, τι δε θ' αφίσω. Όμως το έχει του αν κανείς βαρέθηκε, ας το φέρει 300 εδώ, και το μοιράζω εγώ στο φτωχολόϊ των Τρώων· πάρα οι Αργίτες, πιο καλά να το χαρούν δικοί μας.

Μα άλλες φορές μου μιλεί για χίλια δυο διαφορετικά πράγματα, για μένα τον ίδιο ίσως και τη ζωή μου ή για τη ζωή άλλων, που κανείς αγάπησε και βαρέθηκε ν' αγαπά, ή για τα πάθη που δεν εγνώρισε ο άνθρωπος και τα κυνηγάει.

Έγινε η περιφημότερη εταίρα της Πόλης, και την τριγύριζαν όχι πια του δρόμου άνθρωποι, παρ' αρχόντοι και πλούσιοι. Ένας τους είταν κι ο Εκηβόλος από την Τύρο. Και σάνε διορίστηκε διοικητής της Αφρικανικής Πεντάπολης, πήρε και τη Θεοδώρα μαζί του· κατόπι όμως τηνέ βαρέθηκε, και την άφησε μέσα στους πέντε δρόμους.

Μήπως είπα το ενάντιο; Θα κακοκαρδίσωμε τώρα για το μακαρίτη τον Πρέκα; Σα βαρέθηκε τη ζωή του και πήρε βουτιά στο μώλο, λογαριασμός δικός του! Ας δώση λόγο εκεί που βρίσκεται. Μετρημένα μονάχα τα λόγια σου, να μην πάνε σταυτιά της Εξουσίας και σε σέρνουνε στην Ανάκρισι... — Την Εξουσία να την απαυτώσω, μουρμούρισε ο Γιάννης, με συμπάθειο!

Έπαιρνε κανείς απ' αυτόν εκείνο το nouveau frisson , που ήταν σκοπός του να γεννήση· τον ανέλυσε κατόπιν, τον ερμήνεψε, τον βαρέθηκε.