United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κι' όντας μόνος, ζύγωσε τους πρώτους ο Διομήδης, κι' ομπρός στου γερο-Νέστορα σταμάτησε τ' αμάξι, 100 και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Γέρο μου, αχπώς σε τυραγνούν οι νιοι οι πολεμιστάδες, τι έσβυσε η δύναμή σου πια, σε τρων τα δόλια χρόνια, σούναι αργουλά και τ' άλογα, σαχλός ο παραγιός σου.

Σα φτάσανε στην πόρτα του περιβολιού, ένας άνθρωπος ηλιοκαμμένος, με παλιά, μπαλωμένα ρούχα, με το περπάτημα το αργό και βαρύ των γεμιτζήδων, ζύγωσε διακριτικά την Παυλίνα, έβγαλε το σκούφο του και την αρώτησε σιγαλά, αν είναι αυτή η γυναίκα του δυστυχισμένου του Παύλου. Η Παυλίνα τον αποπήρε. — Τι θέλεις από μένα; του είπε.

Η Ταρσίτσα ζύγωσε την καρέκλα της στον παπά. Της φάνηκε πως ήτανε πιο ήμερος τώρα, πως ερχότανε στο κολάι. — Σαν έμπη ο γαμπρός στο σπίτι, είπε, σαν τον πονέση η καρδιά του, όλα διορθώνονται. Δεν κυττάει πια τις χιλιάδες! Ο παπάς έμπηξε τα γέλια, χαϊδεύοντας στον ίδιο καιρό την Ταρσίτσα στις πλάτες. — Γελάς, παπά μου; — Αμ' τι να κάμω, ευλογημένη; Γελάω.

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλιά και τούπε «Τι ήρθες, αδρέφι μου, κι' εδώ τους πόθους της καρδιάς σου μου παραγγέλνεις; Έννια σου, όπως ζητάς κι' ορίζεις, 95 τα πάντα θα βολέψω εγώ και σ' όλα θα σ' ακούσω. Μόνε κοντά μου ζύγωσε... Αχ έλα αγκαλιασμένοι μια στάλα να χορτάσουμε φαρμακερό καν κλάμαΣαν έτσι τούπε, κι' άπλωσε τα χέρια δίχως όμως να πιάσει.

Εκείνοι μουρμούριζαν κι οι δυο: — Φτώχεια μεγάλη, δέσποτά μου. Εμείς χαραμήδες δεν είμαστε. Να που μας έβαλε, βλέπεις, ο Τρισκατάρατος.. Η φτώχεια..... Ο ηγούμενος τους απόκοψε αυστηρός: — Όποιος είνε φτωχός δε κλέβει. Και τη φτώχεια ο Θεός την έδωσε. Κατακολαστήκατε σήμερα, κι ο Θεός να σας συχωρέση..... Κι απόμεινε σκεφτικός. Ύστερα τους ζύγωσε και τους έλυσε τους αγκώνας.

Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκιΔε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη... Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.

Μον έλα τρέχα τ' άλογα ίσα στον Άρη πρώτο, και ζύγωσε και κάρφωσ' τον, σέβας αφτός δε θέλει, 830 τέτιος φριχτός διπρόσωπος τέτιος λυσσιάρης σκύλος, που πριν μας τόταξε ρητά, κι' εμένα και της Ήρας νάναι βοηθός των Αχαιών, να πολεμάει τους Τρώες, και τώρα εκείνα τα ξεχνάει και τρέχει με τους Τρώες

Ζύγωσε ο Κυρ-Λοχίας να την ψάξη. Την καλόειδε τόρα από κοντά κ' εγαργαλίστηκε πιο πολύ ο μάβρος. Καμαρώνοντας τα στρογγυλά σφιχτοδεμένα στήθια της, εζύγωσε πιο πολύ χαμογελώντας, κι απλώνοντας το ρεμένο του ανάλαφρα στη χνουδωτή τραχηλιά της, τη ρώτησε χαϊδεφτά, ξελιγωμένα·Μη λάχη κ' έχης στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;.. Εχαμογέλασε ντροπαλά.

Το χειμώνα δύσκολη η βουνήσια ζωή, χιόνι πάρα πολύ, το κρύο είνε ανυπόφορο, ο δρόμος άσωτος, όπου και κακοτοπιά αποκλειέται, μαρτυράει ο κοσμάκης. Ένας καλόγερος κοντόχοντρος, κατακόκκινος, με κατάμαυρα γένεια, με χοντρά πλεχτά ράσα και μυτερό σκούφο, μ' ένα σωρό κλειδιά στο ζωνάρι του, μας ζύγωσε: — Ευλογείτε, πάτερ, τι καθόμαστε, δεν είν' ώρα για το τραπέζι; Είμαι ντιπ ρέμμα!

Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του.