United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε όλοι αποβουβάθησαν ντιπ, ησυχία, νέκρα. Η πέννα του άρχισε να παίζη γρήγορη, πεταχτή, με τέχνη, απαλά, απαλά, το μπουζούκι άφινε ένα θόρυβο ανάμιχτο, ένα γκρου, γκρου που μέσα τους ξέβγαινε ο σκοπός ενός τραγουδιού αλέγρου, πεταχτού. Το έπαιξε δυο τρεις φορές και έπαψε.

Δεν είχε μείνη τίποτε· η σταφίδα, όση δεν την πήρε η νεροποντή, είχε κολλήση, με το χώμα, είχε γίνη ντιπ λάσπη, αυτή που εδώ και λίγη ώρα άφινε στου ήλιου τις αχτίδες εκείνο το γλυκό μπλε χρώμα. Σε τέτοια καταστροφή, σε τέτοιο χαλασμό, ο πόνος μας τράνταξε βαθειά, βαθειά, όλους. Ω! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος!

Κίντυνος, λέει; Ντιπ, καταντίπ, καθόλ'! Εγώ σας παίρνω απάνου μ', παπά! Μονάχα πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θαρθή, θαρθή κ' η παπαδιά, θαρθή κι' άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είνε μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει και τριάντα νομάτοι, κη σαράντα νομάτοι, κη μ' ούλαις της κουμπάνιες σας, με τα σέγια σας, με τα πράμματά σας.

Οι στρατιώτες δεν είταν πια κούτσουρα ακίνητα ντιπ, που να ρίχνης τουφέκι και να τους κόβης πέρα πέρα, όπως στη ζύγηση της γραμμής, μα αδερφοί και φίλοι. Κι άνοιγε γλήγορα την κουβέντα και γελούσε μαζί τους, και τους αγαπούσε και τον σέβουνταν εκείνοι. Η ίδια ταχτική και τη νύχτα εκείνη.

Αλλά βλέπω από λόγια πως δεν πέρνετε χαμπάρι, Και σας λέγω με συμπάθειο, ότι είσθε ντιπ γαδάροι, Ασυνείδητοι εις όλα, πονηροί, διεφθαρμένοι, Κι' ό,τι άλλο κι' αν σας είπω στο θυμό μου, σας πηγαίνει. Δεν μ' ανοίγετε ακόμη εις την σάλα να ελθώ; Α! μα τόρα δίχως άλλο θα διαμαρτυρηθώ.

Πέρσυ μη ρωτάς πώς τα καψοκαταφέραμε να οργώσουμε μ' ένα βόιδι. Να πω και τ' άλλο. Σάματ' δεν είχε δίκιο κι αυτός ο μαύρος; Τίποτα εγώ! Άντρα, να πουλήσουμε το βόιδι· άντρα, να κοιτάξουμε το παιδί μας, το σπλάχνο μας. Είδε κι απόειδε κι αυτός, το δόσαμε προχτές, ντιπ, για ψωμί, που λένε, κι ήρθαμε μέσα. Όπως κάμουμε ας κάμουμε φέτος και χωρίς ζευγάρι.

Αμ' τι, μαθές, νταούλια. Ζυγόνω να διώ.. τίποτα ντιπ και τ' άργανα έβαζαν τη ρεμματιά και τα παιγνίδια λάλαγαν.... Δαιμόνοι είτανε, κυρ λοχία! Κι ο λεβέντης έρριξε τα κούτσουρα και τα ξεράδια απάνω στη θράκα της φωτιάς, στρυμώχτηκε κοντά στους άλλους, κι άρχισε να πυρώνη τα ποδάρια του και τα χέρια του. Ο λοχίας άναψε.

ΞΕΝ. Έννοια σας τώρηαφήτεν κ' ύστερης πλερώνεται μια κοπανιά. ΧΙΟΣ. Τώρη πλια να ξεφαντώσουμε. Χοίος και οι λοιποί. Χιώτι μέτυσενα.... τζάκισε ποτήρινα. ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; δικό σου καλπάκι πέταξες, δικό μου σαρίκι τι τέλεις που πετάς για, ντιπ τρελό είσαι ζάβαλι....

Το χειμώνα δύσκολη η βουνήσια ζωή, χιόνι πάρα πολύ, το κρύο είνε ανυπόφορο, ο δρόμος άσωτος, όπου και κακοτοπιά αποκλειέται, μαρτυράει ο κοσμάκης. Ένας καλόγερος κοντόχοντρος, κατακόκκινος, με κατάμαυρα γένεια, με χοντρά πλεχτά ράσα και μυτερό σκούφο, μ' ένα σωρό κλειδιά στο ζωνάρι του, μας ζύγωσε: — Ευλογείτε, πάτερ, τι καθόμαστε, δεν είν' ώρα για το τραπέζι; Είμαι ντιπ ρέμμα!

Τότες αχολόγησαν τα σιάδια από χαχάγελα, κι' ο Γιάννης ο Αρβανίτης σούριζε δυνατά με τα δυο δάχτυλά του καταπίσω του γιδοβοσκού πώφευγε, και του ρέκαζε σαν τραγί: — Μπε κε κε κε κε! τσαπ, τσαπ! — Ου, το ζωντόβολο! φώναξε ο Πολιάνος. — Ωρέ είμεστε κ' εμείς εκεί 'πάνου, μα τούτος είνε μπιτ για το διάτανο, άμ' ντιπ αγρίμ', ωρ' αδερφέ;