United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλάφρωνα το κλήμα από το περιττό βάρος του και το κλήμα δακρύζοντας, λέγεις από συγκίνησι, ετιναζόταν χαρωπό, τα μάτια του άνοιγε σαν πεταλούδα και άξαφνα επρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Εκαθάριζα την κιτριά κ' εκείνη βεργολυγερή, πανώρια, εψήλωνε φουντωτή καμαρωτή, μου εχάριζεν ίσκιο στα μεσημερνά κάματα και ύπνον αρωματισμένο τις νύχτες· το είνε μου όλο εδρόσιζε με τον χρυσόξανθον καρπό της.

Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Έτσι η Πακέττα άνοιγε την καρδιά της στον καλόν Αγαθούλη, μέσα σ' ένα δωμάτιο, μπροστά στο Μαρτίνο, ο οποίος έλεγε στον Αγαθούλη. — Βλέπετε, πως έχω κερδίσει έως τώρα το μισό στοίχημα. Ο αδελφός Γαρουφάλης είχε μείνει στην τραπεζαρία κ' έπινε από λίγο- λίγο προσμένοντας το δείπνο.

Ο γέρος έτρεμε από οργή, αλλά δεν άνοιγε το στόμα του∙ ο άλλος είχε ξαναπάρει τη θέση του και είπε λυπημένα ότι δεν ήξερε τίποτε, ότι δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ότι ένοιωσε κάποιον να πέφτει επάνω του σαν τοίχος που καταρρέει. Τους σήκωσαν και τους απομάκρυναν. Ο κόσμος τους ακλούθησε σαν σε λιτανεία.

Η ανακάλυψη του κοντόχοντρου βοηθού του Μπάρμπα Μάρκου, πλούσιου και σαρανταπεντάρη, του είχε γεμίσει τόσο τη σκέψη του και το αίσθημα ώστε έπρεπε σε κάποιο να τη μεταδόσει. Νόμιζε πως θάσκαζεν αλλοιώτικα, πως θ' άνοιγε το κεφάλι του.

Και κόσμος μυστικός, κρυφός στα έθιμά του, στη γλώσσα, τους συλλογισμούς, οστρακοφόρος και λεπιδοντυμένος και αγκαθόφραχτος εγύριζεν απάνωκάτω μέγας και αρειμάνιος σαν Γολιάθ ο ένας και άλλος ταπεινός, φοβιτσάρης, πάντα θύμα ο ένας τ' αλλουνού, τροφή του και συντήρησις. Κάπου εδώ άνοιγε σαν αντένες τα πόδια του κ’ έτρεχε να συλλάβη τη σουπιά ο αστακός πνιγμένος μέσα στο μελάνι της.

«Πρέπει να τον βγάλωμεν έξω από το κοφίνι. Είναι, να τρελλαθή κανείς, όπως γουρλώνει τα μάτια του. Αλλά πώς ημπόρεσες και τον έπιασες;» Ο Ρούντυ διηγήθη και ο μυλωθρός άνοιγε διαρκώς τα μάτια του μεγάλα από έκπληξιν. — Με την τόλμην σου και την ευτυχίαν σου ημπορείς τρεις γυναίκες να θρέψης, είπεν ο μυλωθρός. — Σας ευχαριστώ! . . . είπεν ο Ρούντυ.

Αφού το στρατήγημα τούτο απέτυχε, ένας των καλητέρων φίλων του Φέγγονος, σκεπτόμενος ότι ο Αμβλέτος θα άνοιγε την καρδίαν του εις την μητέρα, εσυμβούλευσε τον Φέγγονα να αναχωρήση, και εις την απουσίαν του έκαμεν ώστε ο Αμβλέτος να κλεισθή με την Γερούθην εις το δωμάτιόν της, ενώ αυτός έμενε κρυμμένος όπισθεν του παραπετάσματος διά να ακούση όλην την ομιλίαν των.

Και το ζεστό σίδερο φιλούσε, φιλούσε το ξύλο κι αυτό γινότανε μαλακό και γλυκό, σα να ζωντάνευε, κι άνοιγε, σαν ταχείλι στα φιλιά, κι έβγαιναν όλο φυλλαράκια και βλαστοί πανώριοι, μυριοπερίπλοκοι, και ρόδια και σταφύλια, που χύνονταν όσο ένα κέρας, και γυναίκες με βυζιά πεταχτά και Κένταυροι με τις ουρές ορθές και με τόξα που σαϊττεύαν αόρατους εχθρούς κι αγριάνθρωποι με τράγινα μεριά και μυτερά αυτιά και Χίμαιρες και Σφίγγες με φτερά. . . Πόση δουλειά έβγαινε τώρα από τα χέρια του!

Κι' όταν ο γούμενος έβγαλε κ' έδειξ' εκεί μπροστά ασημένιες μονέδες και στολίδια μαλαματένια που ξέθαφτε κάποτε από τα μνήματα των χαλασμάτων π' άνοιγε τακτικά, σαν το θεριό των λόγγων της Αραπιάς, είδα τους καϋμένους χωριάτες να βγάζουν από τες λερωμένες κι αχαμνές σακούλες τους μετζίτια ολάκερ' ασημένια και τάλλαρα και να τ' αλάζουν με τα παλιά κείνα λείψανα, μόνο και μόνο για να τα κρεμάσουν σα γκόλφι και φυλαχτό μαζύ με τους σταυρούς και τα κωνσταντινάτα απάνω στα φέσια και στα χαϊμαλιά των μικρών παιδιών τους.