Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Και το αστραποφώτισμα τόρα άνοιγε έξω στο νυχτερινό σκοτάδι κάθε τόσο τρομερό χάος από βροχή ηλεκτροφωτισμένη. Και η κραυγή εκείνη έξω πάντα επίμονη, ακούραστη, πάντα γεννώντας τη φρίκη και την ανατριχίλα, αντηχούσε παράξενη, περονιάζοντας το κορμί της και τη ψυχή της.
Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα γλέντια και τα ταξείδια του! Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος.
Έτσι έλυωνε του Νίκου η ψυχή κι όλο το κορμί του άνοιγε σε μύρια στόματα για μύρια το καθένα του φιλιά. . . . Κι όχι μονάχ’ αυτοί οι δυο. Όχι! «Τα παιδάκια» ! πολεμούσαν άλλοι να τους μουλώξουνε με τις φωνές τους Όχι το «μαρινάτο!» Όχι!
Στον καταγάλανο ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο διαυγής που επάνω στα βράχια του Κάστρου φαίνονταν οι πέτρες που γυάλιζαν και ένα κενό παράθυρο στα ερείπια, που άνοιγε στο γαλάζιο του ουρανού ανάμεσα στον κισσό που το περιέβαλε σαν γιρλάντα.
Έμεινα κάμποσο, την είδα, την αγάπησα πολύ. Όλα τάβλεπα μ' άλλα μάτια παρά στον καιρό του Ταξιδιού , μου φαίνουνταν πως άνοιγε ο νους μου, πως άλλαζε η ζωή μου, και νομίζω πως και στο ιντερβιού αφτό ακούει κανένας σαν αντιλαλιά κρυφή απ' όσα έννοιωθα κι άρχιζα να ονειρέβουμαι για την Ελλάδα σε κείνη την εποχή.
Είπε, και πήρε κι' άνοιγε τις σκαλιστές σκεπάστρες των σεντουκιών, και δώδεκα βγάζει σκουτιά πανώρια, μονές φλοκάτες δώδεκα, πέφκια άλλα τόσα βγάζει, 230 τόσα πουκάμισα κρουστά και τόσα πανωφόρια, και διο τριπόδια π' άστραφταν και τέσσερα λεβέτια· 233 βγάζει ποτήρι αμίμητο, π' όταν ταξίδι βγήκε γνωστοί του του το χάρισαν στη Θράκη, βιος μεγάλο· 235 μα ουδέ κι' αφτό δεν τ' άφισε, τι διάπυρα η καρδιά του ένα ποθούσε, το νεκρό να ξαγοράσει γιο του.
Κάτω εις την πολίχνην, όπου ο Γιάννης ήτο ευθυμία και χαρά των σπητιών, ο ίδιος εγέλα θορυβωδέστερον όταν συνήντα ένα από τους περιπλανωμένους του χωριού, σχεδόν ομοιοπαθή του, ή τον Ζαχαρίαν τον Κούκον, ή τον Τάσον τον Νικολήν, ή τον Ματώ απ' τον Απάνω Μαχαλάν. Τότε άνοιγε πράγματι η καρδιά του.
Νόμιζε ότι τον κοιτούσαν με περιφρόνηση, πετώντας του το νόμισμα, ότι ντρέπονταν γι’ αυτόν σαν άνθρωπο και ότι ήταν έτοιμοι να τον κλωτσήσουν στο πέρασμά τους, σαν να ήταν ένα βρόμικο κουρέλι. Αλλά έπειτα κοίταζε μακριά: πέρα από την ομίχλη του φαινόταν πως άρχιζε ένας άλλος κόσμος και πως άνοιγε η πύλη για την οποία μιλούσε ο τυφλός, η μεγάλη πύλη της αιωνιότητας.
Και όχι μόνο τότες. . . Άμα θ' άνοιγε την πόρτα ο Νίκος να μπη στο σπίτι κι ακουγόταν η φωνή του, μόλις που της έλεγε κουβέντα ή της έδινε τίποτα στο χέρι, αυτή γινόταν παπαρούνα. Κ' εύρισκ' αιτία και ξέφευγε απ' την κάμαρη κ' έτρεχε κάτω στην κουζίνα.
Τo μωρό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, χωρίς να βγάζη σχεδόν φωνή, σα μια κούκλα πούχε χαλάσει ο μηχανισμός της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν