United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον εκύταζε κατάματα και δακρυσμένος γυρίζει και του λέγει: — Συχώρα με τ' αδέρφι· δε φταίω 'γω. Σε γνωρίζω καλήτερό μου. Δε φταίω 'γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και τούτο!... Δεν εκατέβηκε να πλαγιάση παρά όταν εβγήκαμε από τα Μπουγάζια κ' έβαλε γραμμή για την Καληάκρια. Ανοιχτή θάλασσα τόρα ας σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες!

Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα γλέντια και τα ταξείδια του! Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος.

Δεν ξεύρω πόσον καιρό εκοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις επατήσαμ' εκεί, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που κολλημένα έβγαιναν μαζί με το δέρμα, μας επότισαν τσάι με το ρούμι και μας εξάπλωσαν στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είμαστε ομπρός στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και η θάλασσα στρωτό κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες εφιλούσεν απαλά τις στεριές.

Το χιόνι άρχισε να πέφτη χοντρό, ανάλαφρο στο κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνη στα πανιά, να λυώνη κάτω στη σκοτεινή θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, έσβυσαν τ' άλλα πλεούμενα, εχάθηκαν τα Μπουγάζια. Εχάθηκαν από τα μάτια μας όχι όμως και από την ψυχή μας.

Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!

Αχ, τα Μπουγάζια! Και ηθέλησε να ορθοπλωρίση στον άνεμο. Ο γραμματικός όμως τον εμπόδισε. — Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είνε θεριά να μας χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε την άκρηάκρη. Γαλαξειδιώτες μας λεν. — Ο χιονιάς πλακώνει! είπεν ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του. — Σαν πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η 'μέρα μόλις άρχισε.

Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα» φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί.

Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, επήρα τα ρούχα στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα επήραμε την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. Ξεύρεις τι σου είνε· ζωντανό στολίδι του Βόσπορου! Τέλος εβγήκαμε από τα Μπουγάζια. Ηύραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες ημέρες επεράσαμε στο Κέρτζι, στην εμπατή της Αζοφικής.

Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντεμαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια. Εξελαιμιαστήκαμε κυτάζοντας περίγυρα. Και ο σκύλος ακόμη ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, ετέντωνε τον λαιμό κ' έρριχνε μακριά τη μούρη του, σαν να εμυριζόταν τον άνεμο.

Κολοκοτρώνης κάθονταντο κόρμοβοτη ράχη, Και με το κιάλι αγνάντευε της Πάτρας τα μπουγάζια. Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος εγεννήθη εν τη αυτή του πολυμηχάνου του Τρωικού πολέμου Οδυσσέως πατρίδι, εν Ιθάκη κατά το 1790 έτος. Εγεννήθη χωρικός εις τα πέριξ της Αμφίσσης και εμαθήτευσεν εις τας συμμορίας του Πανουριά.