Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Έχουμε τα κακά μας — δεν λέγω τ' όχι· επήραμε δρόμο στραβό σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μα δεν είμαστε και για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα δεν θα χαθούμε. Θέλουμε δεν θέλουμε θα ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε όπως και πρώτα.
— Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου! — Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις; Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ' επήραμε τον δρόμο. Ο Γερο — Μούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από την θύρα του χανιού.
Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι, και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι, κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα 60 'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του. και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν «πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα; πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμε 'ς την ποθητήν πατρίδα 65 να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει».
'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100 'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»... Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού: — Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα. — Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό έχουμε; διαμάντι. Διαμάντι, ναι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν