United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιουτοτρόπως τα περισσότερα παιδία εφοβούντο να παρεισδύσωσιν εκεί. Και μόνον, οσάκις παρεσύροντο μέχρι της θέσεως εκείνης, περιωρίζοντο από μακρόθεν να θαυμάζωσι την ωραίαν αγριαμπελιάν και τα εύμορφα τριαντάφυλλα, και να οσφραίνωνται ως κυνάρια τα ευωδιάζοντα πλατοκούκκια της θειά- Ζωίτσας.

«Η φιλτάτη μας Ελένη Απ' τα σπλάγχνα της μητρός της Έφυγε και πάει σ'τον Άδη Ετυφλώθηκε το φως της. Με τα εύμορφά της κάλλη Εις τον Άδη καταβαίνει Κι' ο λαμπρός της χαρακτήρας Πάσας νέας υπερβαίνει, κτλ» Περισσότερον όμως ήρεσεν εις ημάς το εξής· «Όποιος δάκρυ χύση εις το μαύρο τούτο χώμα θα λούση βέργα λεμονιά με τ' άνθη στολισμένη Και μια ψυχή αγγελική μέσα στη γη κρυμμένη».

Θέλεις τώρα και έν νέον; Έφθασε προχθές ο ιταλικός μελοδραματικός θίασος, όστις πρόκειται να τέρψη τα αθηναϊκά ώτα κατά την τεσσαρακοστήν από της σκηνής του χειμερινού θεάτρου. Λέγεται δε ήδη περί αυτού ότι η πρώτη κυρία είνε . . . . πολύ ωραία. Συ θα ερωτήσης ίσως, αν τραγουδεί εύμορφα. Περί τούτου ουδείς έγεινε λόγος μέχρι τούδε υπό του φ ι λ ο μ ο ύ σ ο υ κοινού.

ΜΑΚΔΩΦ Και εγώ από εκεί να λείπω! σφαγμένη κ' η γυναίκα μου; ΡΩΣ Κ' εκείνη·σου το είπα. ΜΑΛΚΟΛΜ Ησύχασε! Το ιατρικόν του φοβερού μας πόνου είναι η εκδίκησις! ΜΑΚΔΩΦ Αυτός παιδιά δεν έχει . ?α, μου είπες όλα των; — Ανήμερον θηρίον! εύμορφα πουλάκια μου, κ' η μάννα των μαζί των, μαζί; ΜΑΛΚΟΛΜ 'Πολέμησε την λύπην σου 'σάν άνδρας. ΜΑΚΔΩΦ Ναι!

Ως τόσον έφθασεν η νύκτα, και εστάθηκαν ολούθεν αναμμένες λαμπάδες· και η πλέον μεγάλη φωτοχυσία εστάθη εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον, και εκεί που εστεκόμουν με τον ευνούχον, ακούομεν να ανοίγη η πόρτα της στράτας, και βλέπω να παρουσιάζεται έμπροσθέν μου η Καλεκάρη. Εις τέτοιαν θεωρίαν εστάθη μέγας ο θαυμασμός μου, και άρχισα να τρίβω τα μάτιά μου μήπως και επλανώμουν.

Το βαθύσκιον δένδρον ήτο ως να εξύπνησε προ μικρού κ' έσταζον ακόμη τα εύμορφα φύλλα του από την δρόσον, με την οποίαν τα ένιψεν η αυγή. Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.

«Ω Ναυσικά, τόσ' οκνηρήν σ' εγέννησ' η μητέρα; 25 τα ολόλαμπρά σου ενδύματα κάθονται αμελημένα• ο γάμος σου ήδη σίμωσε, 'π' εύμορφα θα φορέσης, και θα χαρίσης εύμορφααυτούς, 'που θα σε πάρουν. και αυτά 'ναι 'π' όνομα καλό γεννούν εις τους ανθρώπους, ώστε ο πατέρας χαίρεται και η σεβαστή μητέρα. 30 αλλ' ας πάμε να πλύνουμεν, η αυγούλ' άμα χαράξη• κ' εγώ θε νάλθω συνεργή σιμά σου, να προφθάσης να ετοιμασθής, και ανύμφευτη πολύν καιρό δεν θα 'σαι. επειδή σένα ήδη ζητούντην πόλι των Φαιάκων οι πρόκριτ' όλοι, οπού μ' αυτούς όμοιο το γένος έχεις. 35 αλλ' έλα, εις τα χαράμματα τον ένδοξον πατέρα να σου ευτρεπίση ζήτησε αμάξι και μουλάρια, ζώναις, ωρηά σκεπάσματα και πέπλους να σου φέρουν. και σέν' αυτό καλήτερα συμφέρει, ή με τα πόδια να πάς• γιατί τα πλυσταρειά μακρυ' απ' την πόλιν είναι». 40

Αι νεάνιδες και το δεύτερον δεν ήκουσαν. Εξηκολούθουν και αι τέσσαρες να ξεκλαδώνουν με χαράν και να τραγουδούν εύμορφα δίστιχα, χαιρετίζουσαι ούτως την πλουσίαν των κουκκουλίων εσοδείαν, την ευφρόσυνον απόλαυσιν τόσης φροντίδας, αλλά συνάμα και την αιτίαν τόσης ανακουφίσεως προς την πενομένην οικογένειάν των.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος να πάητην πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 «'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• τούτον τον ξένον άμοιροντην πόλι θα οδηγήσης, 10 κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15

Η αυγή με τα εύμορφα εκείνα χρώματά της, με τα οποία στολίζει συνήθως τας νήσους, επιφαινομένη κατά τας αιθρίας πρωίας, ήρχισε να φωτίζη γλυκά-γλυκά τας ακτάς, αποσύρουσα ηρέμα και μετά παρθενικής χάριτος τον μελανόν της νυκτός πέπλον. Εφάνη ο λιμήν της νήσου σιωπηλός και ακίνητος, ως εκ φαιού μαρμάρου λεία πλαξ.