Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Όταν δ' εφ' αμάξης τέλος κατήρχοντο αι δύο γυναίκες εις Πειραιά, διερχόμεναι την οδόν Πανεπιστημίου την πάγκαλον, δεν ηδυνήθη η Θωμαή, όσον θλιμμένη και αν ήτο, να μη θαυμάση, διά του βλέμματός της, τα έκλαμπρα μέγαρα, επί των οποίων έπαιζεν-έπαιζεν ο ήλιος ολόχρυσος, σχηματίζων νερά, κινούμενα κυματοειδώς επί των καταλεύκων μαρμάρων, ως έκαμνε νερά εύμορφα το ολομέταξον ύφασμα της νυμφικής της εσθήτος.

Αι σεμναί και εντροπαλαί νεάνιδες, ήδη εις την υψηλοτέραν καλαμωτήν εγγύς των δοκών της στέγης, εξηκολούθουν να συνάζουσιν ένα-ένα τα κουκκούλια από των πεπληρωμένων κλαδίων, άτινα ως εύμορφα μεταξωτά άνθη απήστραπτον συμπεπλεγμένα ως διά μεταξίνης αράχνης εν μέσω των μαρανθέντων φύλλων των κλάδων.

Κυλίμια χρωματιστά εύμορφα είναι στρωμένα κάτω εις τον χθαμαλόν σοφάν, κατέναντι της εστίας, όπου ακκουμβισμένος επί μαλακού προσκεφαλαίου πεπληρωμένου πτίλων αναπαύει τα θερμανθέντα πλέον μέλη του ο Μπάρμπα Σταύρος, λευκόν φορών εσώβρακον, λευκόν σαν το χιόνι, λευκασμένον την άνοιξιντον Μέγαν Γιαλόν υπό της καθαράς και σεμνής νοικοκυράς Κρατήρας, και λευκόν ωσαύτως σκούφον μάλλινον εις την κεφαλήν κυρτούμενον και κλίνοντα όπισθεν και απολήγοντα εις μαλλίνην λευκήν ωσαύτως φούνταν.

Ησυχάζοντος λοιπόν αυτή μίαν νύκτα βλέπει εις τον ύπνον της ένα όνειρον, που της εδιαπέρασε την καρδίαν· ενυπνιάσθη αυτή πως της εφαίνονταν έμπροσθέν της ένας νέος μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, του οποίου η ευγενής θεωρία και τα ξανθά του μαλλιά που εκυματούσαν εις τες πλάτες του την εξέπληξαν και εν τω μεταξύ που αυτή τον εστοχάζονταν, αυτός της είπε· «Αχ Κατηγέ, τι στοχάζεσαι εσύ; αλησμόνησες τόσον ογλήγορα την Φατμέ; πιστεύεις τάχα ότι τα εύμορφα στολίδια και φορέματα που έκαμεν ο Δαλήκ, σε εβγάζουν από το χρέος σου να την γυρεύσης; όχι χωρίς αμφιβολίαν· και μάθε ότι δεν ημπορείς να είσαι ευτυχισμένη, αν δεν πηγαίνης να την εύρης εις το νησί της Σουμάτρας· θεώρησέ με, και θέλεις ιδεί εκείνον, που από τον ουρανόν απεφασίσθη άνδρας σου». Και ούτω λέγοντας έγινε άφαντος ο νέος· και η Κατηγέ εξύπνησε έντρομη.

Ο ευνοούμενος αυτής γάτος εκοιμάτο επάνω εις το άσπρον της βουρνούζι και επί των μαρμάρων της εστίας εσπινθήριζον τα πετράδια των βραχιολιών και του περιδεραίου. Το δωμάτιον ωμοίαζε ναόν της θεάς Ακαταστασίας. Αδύνατον όμως ήτο να είνε άχαρι το χάος εκείνο, του οποίου ήσαν τόσον εύμορφα όλα τα συστατικά.

Η κοντούλα η Ξενιώ, που είχε τόσα χρόνια την κάλτσα κρεμασμένη από τον λαιμόν της, έγεινε πάλιν δύο μηνών νειόνυμφη, όπως ήτανε μια φορά, και εστόλισεν εύμορφα το σπιτάκι της.

Εκείνος τότε λαμβάνοντας ευσπλαγχνίαν δι' εμένα με έφερε μέσα εις ένα σπήλαιον, εκεί όπου ήσαν και άλλοι συντρόφοι του, οι οποίοι με εδέχθησαν με αγάπην και αφού διηγήθην και εις εκείνους το συμβάν, με επεριποιήθησαν και μου έδωσαν να φάγω εύμορφα φαγητά που είχαν μαζί τους.

Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα αυτάς. Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον των Πλούτωνα, που κοιμάται τόσον εύμορφα. — Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.

Ημπορεί μεν ν' αποδείξη κανείς και διά καθέν από τα λεγόμενα εις το ποίημα ότι τα περισσότερα ο ποιητής εύμορφα τα έκαμε, διότι είναι παρά πολύ χαριτωμένα και αρμονικά· αλλά θα εχρειάζετο καιρός να εξετάσωμεν το ποίημα κατ' αυτόν τον τρόπον· ας εξετάσωμεν γενικώς το σχέδιον αυτού, διά να δείξωμεν ότι περισσότερον από κάθε άλλο από την αρχήν έως το τέλος το ποίημα αποβλέπει εις το να εξελέγξη το γνωμικόν του Πιττακού.

Η λήθη, η οποία την είχε σαβανώσει, ζωντανήν, διελύετο σιγά-σιγά, σαν να ξεδιπλώνετο κάτι από πάνω της, και τότε το ωχρόν χρώμα του προσώπου της ερρόδιζεν εύμορφα, ως όταν θέλη να βασιλεύση ο ήλιος.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν