Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Τίποτις δεν τόχουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κ' ένας Αρμένηδες αυτοί που κοιτάζεις. Αν έχης καπέλλο, βγάλ' το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρώμικα πόδια τους.
Αλλά ο Ρούντυ — έτσι ωνομάζετο το αγόρι — με μεγαλυτέραν όρεξιν και με 'μάτι πλήρες πόθου έβλεπε την παλαιάν καραμπίνα, που ήτο κρεμασμένη κάτω από τας δοκούς της στέγης, και του την είχε υποσχεθή ο παππούς· θα την έπαιρνε αργότερα· πρώτα όμως έπρεπε να μεγαλώση και να γίνη δυνατός, διά να ημπορή να την μεταχειρίζεται.
Τότε έσυρε τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη, κι' έκανε αρχή απ' του γουρουνιού τις τρίχες· και το Δία περικαλώντας σήκωσε τα χέρια, κι' όλοι οι άλλοι 255 στάθηκαν ήσυχοι εκειπά και σιωπηλά αγροικούσαν.
Κι' οι φημισμένοι κράχτες τα βάλανε όλα των θεών τα ορκιστήρια αντάμα, και το κρασί ανακάτωσαν μες στο λαμπρό κροντήρι, κι' έχυσαν να χεροπλυθούν νερό των βασιλιάδων. 270 Και σέρνοντας τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη, τρίχες αρχίζει απ' των αρνιών να κόβει τα κεφάλια.
Και η καπετάνισσα παντρεύθη ένα ραβδί και περπατεί τις στράτες. Περνάει από κάτω από το σπίτι το ψηλό και καίγετ' η καρδιά της. Περνάει από τα μαγαζιά του λιμανιού, που είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά του κανακάρη της, κι' αναστενάζει θλιβερά. Περνάει κι' απ' την αμμουδιά, που τραγουδούνε τα κορίτσια το τραγούδι της Λενιώς, και βουρκώνουν τα μάτια της.
Η κοντούλα η Ξενιώ, που είχε τόσα χρόνια την κάλτσα κρεμασμένη από τον λαιμόν της, έγεινε πάλιν δύο μηνών νειόνυμφη, όπως ήτανε μια φορά, και εστόλισεν εύμορφα το σπιτάκι της.
Αφίνουμε τα εγκώμια και τις ποιητικές περιγραφές των συγκαιρινών, που ένας τους είπε πως φαινότανε σα να το κρατούσε χρυσή αλυσίδα από τα ουράνια κρεμασμένη, κι άλλος πως έπρεπε να δη άνθρωπος για να πιστέψη πως υπάρχει τέτοιο μεγαλούργημα στον κόσμο.
Σήμερον η φωνή της ήτο λυπημένη και το λάλημά της μελαγχολικόν. Είχε δίκαιον η πτωχή κίχλα να είναι λυπημένη! Την είχαν πιάσει χθες, και τώρα ήτο κρεμασμένη εις έν κλουβί έξω από το παράθυρον. Και εκελαδούσε τώρα και έκλαιε τα περασμένα, την ελευθερίαν της, τα πράσινα χωράφια, την ανθισμένην γην και το ελεύθερόν της πέταγμα εις τον ουρανόν!
ΡΩΜΑΙΟΣ, προς υπηρέτην· Ποια είν' αυτή που 'πέρασε, κ' επλούτιζε το χέρι του νέου οπού την κρατεί, εκεί; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Δεν την γνωρίζω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! εις την λάμψιν της κοντά θαμπόνουν αι λαμπάδες! Μου φαίνεται 'ς το μάγουλον της Νύκτας κρεμασμένη, ωσάν διαμάντι λαμπερόν στ' αυτί ενός Αράπη! Τόσον πλουσία ευμορφιά δι’ άνθρωπον δεν είναι, τόσον ωραίον θησαυρόν η γη δεν τον αξίζει!
Στη θύρα εμπρός δεν βλέπω νάχουν νερό απ' την πηγή, που πλύνουνε τα χέρια, όταν πεθαίνη άνθρωπος στο σπίτι. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Την πλεξίδα, δεν βλέπω εις την είσοδο να είναι κρεμασμένη, που δείχνει πως εσκέπασε το πένθος ένα σπίτι, ουδέ γυναίκες άκουσα τα στήθια να χτυπούνε. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Και όμως η ημέρα αυτή είναι ημέρα πένθους. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Τι θέλεις με αυτό να πης;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν