United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε σαλίγκαρος, ως να ήκουε την φωνήν της κόρης κ' εννόει τους λόγους της, σιγά-σιγά εξήρχετο του οστράκου του, έστρεφεν εδώ κ' εκεί τους μικκύλους, ως κόκκον σινάπεως, οφθαλμούς του, εκίνει τα κερατάκια του κ' εκαμάρωνεν. Η Ασήμω, ηυχαριστείτο πολύ εις τούτο κ' επανελάμβανε γελώσα: — Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε, βγάλ' τα κέρατά σου, γιατ' έρχετ' η κυρά σου με τα πρόβατά σου!. .

Ας του ομιλήση στρογγυλά· κ' εγώ θα μείνω, αν θέλης, οπού θ' ακροάζωμ' ό,τι λέγουν. Εάν το μυστικό του δεν του βγάλ' η μάννα, στείλε τοντην Αγγλίαν ή περιόρισέ τον εις όποιο μέρος άλλο η φρόνησίς σου κρίνη. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Θα γένη τούτ', ως λέγεις· η παραφροσύνη των μεγάλων δεν πρέπει αφύλακτη να μείνη. Αίθουσα εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Δεν θέλω την νεότητα, δεν θέλω και το γήρας, ουδ' αρετήν γερόντισσας και νάζι ζωντοχήρας. Κάθε στιγμή 'στό σώμα μου φυτρόνει κι' ένας ρόζος, κάθε στιγμή 'στά μάτια μου στειρεύει κι' ένα δάκρυ, εγώ, καλέ, κατήντησα Ορλάνδος ο φουριόζος και πέρνω τον κατήφορο κι' όπου με βγάλ' η άκρη. Δεν θέλω της νεότητος να μ' ενοχλούν μελέται... μακράν ο Ερωτόκριτος κι' ο Βέρτερος του Γκαίτε.

ΠΑΡΑΜΑΝΑτους άνδρας πού εχάθηκε τιμή και πιστοσύνη; Είν' όλοι των επίορκοι και ψεύται και προδόται. — Πού είν' ο Πέτρος; ήθελα 'λίγον ρακί. — Η λύπη και ο καϋμός μ' εγήρασαν· 'ντροπή εις τον Ρωμαίον! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Άφτραις να βγάλ' η γλώσσα σου διά τον λόγον τούτον! Δεν εγεννήθηκε αυτός να ήν' εντροπιασμένος! Η εντροπή εντρέπεται να ιδή το μέτωπόν του.

Σιμώστε... δε μου φταίτε εσείς, μου φταίει ο Αγαμέμνος 335 που για την κρινομάγουλη σάς στέλνει βρυσοπούλα. Μον έλα, θεογέννητε Πάτροκλε, βγάλ' την κόρη και δώσ' τη τους να τήνε παν. Κι' ας είναι αφτοί μαρτύροι μπρος στους αθάνατους θεούς και στους θνητούς αθρώπους και στο σκληρό το βασιλιά, αν καμιά μέρα πάλι 340 μ' έχουν ανάγκη απ' άσκημη λαχτάρα να γλιτώσω τα' ασκέρι.

Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει, συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε βγάλ' τον· αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα. — Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς· άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει τίποτε, . . μη φοβήσαι.

Όχι, δεν κάθουμε! είπεν η μικρά, κτυπούσα τους πόδας της με πείσμα. Βλέπουσα δε μετά τρυφερότητος μικρόν σαλίγκαρον τον οποίον είχε ξεθάψη από μιας ρωγμής του λόφου, ήρχισε να του ψάλλη με φωνήν καθαράν και γλυκείαν, ως το ψιθύρισμα της πλησίον πηγής: — Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε, βγάλ' τα κέρατά σου, γιατ' έρχετ' η κυρά σου με τα πρόβατά σου!

Τίποτις δεν τόχουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κ' ένας Αρμένηδες αυτοί που κοιτάζεις. Αν έχης καπέλλο, βγάλ' το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρώμικα πόδια τους.