United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο υιός της ο πολυαγάπητος εκεί μέσα έμαθε τα πρώτα γράμματα υπηρετών «τον Χριστόν», ως έλεγεν η γραία, και κανοναρχών και ψάλλων. Της εφαίνετο ότι αντηχούσεν ακόμη η φωνή του. Χα! τον εκαμάρωνεν ισταμένη εκεί εις την μικράν θύραν.

Τότε ο Αυγουστιανός αφήκε να πέση μετ' ανυπομονησίας ο κύλινδρός του και έκυψε την κεφαλήν. — Διώξατε αυτούς τους αθλίους! Και προχωρείτε ταχύτερον. Αίφνης διέκρινε τον Βινίκιον και ύψωσε ταχέως τον κύλινδρον μέχρι των οφθαλμών του. Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον νομίζων ότι ονειρεύεται. Εν τω φορείω εκαμάρωνεν ο γνωστός Χίλων Χιλωνίδης.

Ακόμη και γαλής τίνος η σκιά, ήτις εκαμάρωνεν ως νύμφη επί τινος στέγης, ρεμβάζουσα υπό το φως της σελήνης, εζωγραφίσθη καί αυτή, ακίνητος και μεγάλη, με τας κομψάς κλίσεις των γραμμών του ευτραφούς σώματός της. Νησίς τις πετρώδης και στρογγύλη, εν μέσω του ορμίσκου, έλαμπεν ως μέγα αυγόν, το οποίον αργότερον ως κλώσσα ήθελε καλύψη με τας πτέρυγάς της η μαύρη νυξ.

Αν και είχεν υπερβή τα τεσσαράκοντα έτη, όμως εφαίνετο ως εκ της ανθηράς υγείας της μόλις τριακοντούτις· διό πολύ εκαμάρωνεν ο μπάρμπα-Σταύρος, όταν του έλεγαν οι φίλοι του βλέποντες αυτόν πάντοτε φαιδρόν θωπεύοντα τον μύστακά του τον στακτερόν. — Βέβαια, μπάρμπα-Σταύρο, το στρίβεις. Το ξέρω κι' εγώ!

Άν ποτε εισέπλεε καμμία σκούνα με τους ιστούς της υψηλούς, με τα ιστία κατάλευκα, με την σημαίαν κυματίζουσαν, την εκαμάρωνεν ως του υιού της την σκούνα. — Ας ήρχετο έτσι δα, και ας πέθαινα, Παναγία μου! Έκαμνε τον σταυρόν της. Πρωί και βράδυ εκολλούσεν ένα κεράκι προ της εικόνος του τιμίου Προδρόμου, εν τω όρθρω και τω εσπερινώ. Γιαννάκην έλεγαν τον υιόν της.

Δεν κατεγίνετο εις το τι κάμνουν ή λέγουν αι φίλαι της, ούτε εις το τι φορούν· έδιδεν εις τα φορέματα και εις τα λούσα τόσην σημασίαν, όσην εχρειάζετο διά να είνε τακτικά και με φιλοκαλίαν ενδυμένη. Η μητέρα της την εκαμάρωνεν ευτυχής και όσοι την εγνώριζαν την ανέφερον ως παράδειγμα λαμπράς κόρης.

Εσύ μονάχα, κυρ Στρατή, ξεύρεις να γιορτάζης τα Χριστούγεννα. Του είπεν ο φούρναρης. Και ο κυρ Στρατής εκαμάρωνεν, ως γαμβρός, έχων δίπλα την ωραίαν νύμφην. Μετά τούτο επανήλθεν εις τον οίκον του· και ψήσας τα τρυφερά εντόσθια του ζώου, εκουτσόπινεν, αναμένων την εσπέραν. Παν ό,τι άλλο εχρειάζετο, είχε προμηθευθή εν αφθονία.

Εκάθησε κάτω περιμαζεύουσα τα κράσπεδα του φορέματός της, είτα εξηπλώθη, εσταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα ματάκια της, και εκαμάρωνεν ώμορφα-ώμορφα, καθώς έλεγεν η γραία θεία της. — Φτάνει τώρα, έκραξεν η χήρα του Επάρχου· σήκω απάνω μη μας ιδούν, και λένε, τι πάθανε αυταίς; . . . Τι ώμορφα που κάνεις την πεθαμμένη! . . . Ανέβα γλήγορα, και πάμε.

Τον εσυνείθισαν δε και οι άνθρωποι τόσον, ώστε όταν δεν έβλεπον την υψηλήν φέσαν επί του θρόνου της, του μαρμαρίνου παγκαρίου, ενόμιζον πως κάτι έλειπε. Προ πάντων δε ετακτοποίησε τας σχέσεις του μετά της συζύγου του, ήτις ραδινή και αναζήσασα τον εκαμάρωνεν από την καλλιτέραν θέσιν της γυναικωνίτιδος, όπου εγκατέστη πλέον. — Ορίστε, κυρά-Μανωλάκαινα! ορίστε κυρά-Μανωλάκαινα!