United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την συνεβούλευε μεν προηγουμένως, πλην αφού δεν ήκουε, τι να κάμη; — Να φέρω σύ-υσι και ταραχή; έλεγε κατ' ιδίαν. Και πάλιν κολακεύων την αδυναμίαν του εψέλλιζε: — Θα στρώση! Θα στρώση! — Τώρα Μπάρμπα-Σταύρο, που εγήρασε σχεδόν; Να τω είπη κανείς. Αλλά και πάλιν καταπαύων την οργήν του επανελάμβανε. — Πρέπει να τώχη ο άνθρωπος!

Και εκ νέου εκραύγασαν πάλιν: — Μπάρμπα-Σταύρο! Και πάλιν εις το τέλος ήκουσαν ως ηχώ στυγεράν της φωνής των : — Ωχ! Πάραυτα τότε σιωπηλοί και υποτρέμοντες ως ενώπιον τραγικού συμβάντος, ότε δεν γνωρίζει τις αν θα συναντήση ζωήν ή θάνατον, ήρχισαν με τα πτύα και οι έξ να ξεχιονίζωσι το μέρος εκείνο μέχρι του εδάφους.

Όλοι εσιώπησαν σκυφτοί-σκυφτοί, με της γούναις των και με τα πρόβεια κασκέτα των, και ηκροώντο, του ποιμένος κυρτωθέντος με την κατσούλαν του μέχρι της χιόνος. Ηκούετο ως τις στεναγμός βαθύς και ασθενής, μακρυνός-μακρυνός ήχος. — Ακούτε; ηρώτησεν ο ποιμήν. Και τότε ως εκ κοινού συνθήματος κράζουν και οι έξ άνδρες. — Μπάρμπα-Σταύρο!

Μπάρμπα-Σταύρο! Αλλ' η φωνή προσέπεσεν αθλίως επί των χιόνων απομείνασα παγωμένη, νεκρά και άηχος! Ουδείς απήντησε. Μόνον οι υπόκωφοι κρότοι των υπό την χιόνα θραυομένων ελαιών ηκούοντο πάντοτε, γοερώς και επωδύνως αντηχούντες εις τα ώτα των οδοιπόρων. Έφθασαν εις το τελευταίον ίχνος του υποδήματος. — Μα αναλήφθηκες, Μπάρμπα-Σταύρο; παρατηρεί τότε είς των οδοιπόρων.

Έως ότου δε η Κρατήρα κομίση τούτο από το κατώγειον, συγκοινωνούν μετά της οικίας διά κλαβανής, αφανούς του πατώματος θύρας, ηκούσθη άλλη φωνή έξω. — Ακόμα, Μπάρμπα-Σταύρο! Πάνε η εληαίς, όλαις σπάσανε! — Ωχ! ωχ! απήντησε πάλιν ο φιλάργυρος γέρων, ως να επόνεσεν η καρδιά του πάλιν.

Αν και είχεν υπερβή τα τεσσαράκοντα έτη, όμως εφαίνετο ως εκ της ανθηράς υγείας της μόλις τριακοντούτις· διό πολύ εκαμάρωνεν ο μπάρμπα-Σταύρος, όταν του έλεγαν οι φίλοι του βλέποντες αυτόν πάντοτε φαιδρόν θωπεύοντα τον μύστακά του τον στακτερόν. — Βέβαια, μπάρμπα-Σταύρο, το στρίβεις. Το ξέρω κι' εγώ!

Αλήθεια πώς τον πλακώσανε τα χιόνια τον Μπάρμπα-Σταύρο; Ηρώτησεν η φουρνάρισσα αποθέτουσα το ταψίον μετά του χοιριδίου επί τινος τραπέζης εκεί, από την ευωδίαν του οποίου ηνωχλήθησαν πρώτοι-πρώτοι οι δύο γηραιοί και παχείς γάτοι, οίτινες περιέσαινον επαιτικώς περί τους πόδας της τραπέζης εν αρμονική δυωδία. Προς το άκουσμα τούτο η Κρατήρα ανεκραύγασεν ως να την εδάγκασεν όφις.